Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πορεία

  • 1 πορεία

    [пориа] ουσ. Θ. поход, марш, (μεταφ.) ход (событий и т. д.).

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πορεία

  • 2 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 3 ход

    1. (движение) η κίνηση, η πορεία
    во время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφους
    на - у мор. σε πορεία, εν πλω
    2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνηση
    - малый вперёд мор. - πρόσω αργά
    - малый назад мор. - ανάποδα αργά
    полный вперед мор. - πρόσω ολοταχώς
    самый малый мор. - αργά
    средний мор. - ημιταχώς
    5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδος
    το πέρασμα
    чёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα
    7. (развитие чего-л.) η πορεία
    - болезни - της ασθένειας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ход

  • 4 ход

    ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение ) 2) η εξέλιξη (развитие)9 \ход событий η πορεία των γεγονότων; в \ходе переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; \ход со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в \ход βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
    * * *
    м
    1) η πορεία; η κίνηση ( движение)
    2) η εξέλιξη ( развитие)

    ход собы́тий — η πορεία των γεγονότων

    в ходе перегово́ров — στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων

    3) ( вход) η είσοδος

    ход со двора́ — η είσοδος είναι από την αυλή

    4) ( в игре) η σειρά; шахм. η κίνηση
    ••

    пусти́ть в ход — βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση

    Русско-греческий словарь > ход

  • 5 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

  • 6 шествие

    ουδ.
    πορεία, όδευση• παρέλαση•

    марафонское шествие μαραθώνια πορεία•

    маскарадное шествие πορεία προσωπιδοφόρων•

    первомайское шествие πρωτομαγιάτικη παρέλαση.

    || πομπή, συνοδεία•

    погребальное шествие πομπή κηδείας•

    шествие тронулось η πομπή ξεκίνησε.

    || ανάπτυξη, πρόοδος•

    триумфальное шествие демократии и социализма θριαμβευτική πορεία της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.

    Большой русско-греческий словарь > шествие

  • 7 следовать

    1. (двигаться непосредственно за кем-, чём-л.
    поступать подобно кому-л. или соответственно чему-л.) ακολουθώ
    2. (двигаться, перемещаться куда-л.) πηγαίνω 3. (возникать как следствие чего-л.) προκύπτω
    διαδέχομαι, συνεπάγομαι
    4. (полагаться, причитаться) οφείλω 5. мор. πλέω (προς)
    τηρώ πορεία (προς) 6 ав. κρατώ πορεία
    τηρώ πορεία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > следовать

  • 8 курс

    курс
    м
    1. (направление) ἡ πορεία, ἡ ρότα / перен ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ διεύ-θυνση [-ις]:
    \курс на север πορεία προς βορ-ραν взять \курс на что-л. перен ἀρχίζω κάτι· менять \курс ἀλλάζω πορεία·
    2. (учебный) ἡ διδασκαλία, ἡ σειρά μαθημάτων / τό ἐτος (год обучения):
    \курс лекций ἡ σειρά παραδόσεων студент третьего \курса ὁ τριτοετής φοιτητής· окончить \курс в университете τελειώνω τό πανεπιστήμιο·
    3. (учебник) τό ἐγχειρίδιο[ν]:
    краткий \курс ἡ ἐπιτομή·
    4. мед.:
    \курс лечения ἡ θεραπεία, ἡ κούρα·
    5. эк. (валюты и т, п.) ἡ ἀξία, ἡ τιμή:
    биржевой \курс ὁ£ τιμές τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ быть в \курсе дела εἶμαι ἐνήμερος, εἶμαι γνώστης τῶν πραγμάτων вводить в \курс κατατοπίζω, ἐνημερώνὠ держать в \курсе событий κρατώ ἐνήμερο τῶν γεγονότων.

    Русско-новогреческий словарь > курс

  • 9 марш

    марш I
    м
    1. τό βάδισμα, τό βήμα,,ή πορεία:
    форсированный \марш σύντονος πορεία· церемониальный \марш τό βήμα παρελάσεως· на \марше воен. ἐν πορεία·
    2. муз. τό ἐμβατήριο[ν], τό μαρς:
    траурный \марш τό πένθιμο ἐμβατήριο·
    3. (лестницы) μέρος σκάλας ἀνάμεσα σέ δυό πλατύσκαλα.
    марш II
    межд ἐμπρός!, ἄντε!:
    шагом \марш (команда) ἐμπρός, μαρς!· \марш домой! ἐμπρός, (στό) σπίτι!

    Русско-новогреческий словарь > марш

  • 10 течение

    течени||е
    с
    1. (действие) ἡ ροή, ἡ πορεία:
    \течение мыслей ἡ ροή (или πορεία) τῶν-σκέψεων \течение болезни ἡ πορεία τής ἀρρώστιας·
    2. (ток, струя) τό ρέμα, τό ρεδ-μα, ὁ ροῦς:
    морское \течение τό θαλασσινό ρεῦμα· возду́шное \течение τό ρεδμα τοῦ ἀέρος· быстрое \течение τό δυνατό ρεδμα· плыть по \течениею прям., перен ἀκολουθώ τό ρεδμα· идти́ против \течениея прям., перен πηγαίνω ἐνάντια στό ρεδμα· вверх по \течениею ἀνάρ-ρεμα τοῦ ποταμοὔ· вниз по \течениею μέ τό ρεδμα τοῦ ποταμοῦ·
    3. перен (направление) τό ρεύμα; \течение в нау́ке ἐπιστημονικό ρεῦμα· ◊ в \течение ἐπί, στή διάρκεια, διαρ-κοῦντος, κατά τή διάρκεια· в \течение дня στή διάρκεια τής ήμέρας, ἐντός τής ἡμέ-ρας· в \течение месяца μέσα σ' ἐναν μήνα· с \течениеем времени μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, μέ τόν καιρό· в \течение трех часов μέσα σέ τρεις ὠρες· в \течение всей беседы... σ' ὅλη τή διάρκεια τής συζήτησης...

    Русско-новогреческий словарь > течение

  • 11 колея

    θ.
    1. ροδιά, αμαξοτροχιά• αμαζό-λακκος.
    2. σιδηροτροχιά.
    3. μτφ. ρους, πορεία•

    жизнь вошли в обычную -ю η ζωή μπήκε στον κανονικό της ρυθμό•

    выбить из -и βγάζω από τον κανονικό ρυθμό, πορεία (για ζωή, υπόθεση)•

    выбиться (выйти) из -и εκικλίνω, βγαίνω από τον κανονικό ρυθμό, πορεία.

    Большой русско-греческий словарь > колея

  • 12 процесс

    α.
    1. πορεία• εξέλιξη, προτσές•

    процесс творчества η πορεία της δημιουργίας•

    процесс работы η πορεία της εργασίας•

    процесс игры η εξέλιξη του παιγνιδιού•

    производственный процесс το προτσές της παραγωγής.

    (ιατρ.) προσβολή•

    воспалительный процесс η εξέλιξη της φλεγμονής•

    процесс в лгких φυματίωση των πνευμόνων.

    2. (νομ.) διαδικασία• εκδίκαση• δίκη•

    выиграть процесс κερδίζω τη δίκη•

    гражданский процесс πολιτική δίκη, πολιτικό δικαστήριο•

    уголовный процесс ποινικό δικαστήριο (δίκη)•

    возбудить процесс ξεκινώ δικαστήριο•

    вести процесс против кого-н. κάνω δικαστήριο κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > процесс

  • 13 хождение

    ουδ.
    πορεία, βάδισμα, όδευση, πηγαιμός, μετάβαση• περιφορά, γύρισμα•

    хождение по городу το γύρισμα στην πόλη•

    хождение под парусами ιστιοπλοΐα•

    хождение туда и назад πηγαινο-ερχομός, το αλερετούρ•

    хождение по цыпочкам βάδισμα στις μύτες (δάχτυλα) των ποδιών•

    хождение за грибами μετάβαση για μανιτάρια•

    хождение по святым местам μετάβαση στους αγίους τόπους.

    || παλ. • (φιλγ.)• τάξε ιδ ιωτ ικές εντυπώσεις.
    εκφρ.
    хождение в народ – πορεία προς το λαό (διαφώτιση και επαναστατικοποίηση 1860 – 1870)• хождение по мукам βασανιστική πορεία•
    иметь хождение – χρησιμοποιούμαι, συνηθίζομαι, κυκλοφορώ•
    по образу пешего -я – πεζός, ποδαρόδρομο.

    Большой русско-греческий словарь > хождение

  • 14 путь

    1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορεία
    - движения мех. η διαδρομή
    Млечный - астр. о Γαλαξίας
    2. (расстояние) η απόσταση
    тормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος
    3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργανα
    дыхательные - αναπνευστικά -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь

  • 15 указатель

    1. (надпись, стрелка, прибор) о δείκτης, ο ενδείκτης, ο καταδείκτης
    - (бокового) скольжения ав. - της (πλευρικής) ολίσθησης
    - вызовов (тлф.) - κλήσεων
    - геометрической высоты ав. - του γεωμετρικού ύψους
    - глубины горн. - βάθους
    дорожный - о οδοδείκτης, το οδικό σήμα
    -качества рабочей (топливной) смеси ав. - ποιότητας του μείγματος (των καυσίμων) λειτουργίας
    - курса ав. - πορείας
    - места ав. - θέσης
    - места при штилевой прокладке ав. - της θέσης σε πορεία νηνεμίας
    - направления полёта относительно радиомаяка - κατεύθυνσης της πτήσης αναφορικά με τον ραδιοφάρο
    - направления посадки ав. - κατεύθυνσης της προσγείωσης
    - отклонения от заданной линии пути ав. - απόκλισης από την προκαθορισμένη πορεία
    - уровня горючего в баке - της στάθμης καυσίμου στη δεξαμενή/στο ρεζερβουάρ
    - уровня масла - της στάθμης ελαίου/λαδιού
    2. (справочная книга или справочный список в книге) о κατάλογος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > указатель

  • 16 движение

    движение с 1) η κίνηση 2) (общественное ) το κίνημα всемирное \движение сторонников мира το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης \движение за мир το κίνημα για την ειρήνη 3) (транспорта) η κυκλοφορία, η κίνηση одностороннее \движение ο μονόδρομος железнодорожное \движение η κυκλοφορία τρένων 4) (ход ) η πορεία
    * * *
    с
    1) η κίνηση
    2) ( общественное) το κίνημα

    всеми́рное движе́ние сторо́нников ми́ра — το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης

    движе́ние за мир — το κίνημα για την ειρήνη

    3) ( транспорта) η κυκλοφορία, η κίνηση

    односторо́ннее движе́ние — ο μονόδρομος

    железнодоро́жное движе́ние — η κυκλοφορία τρένων

    4) ( ход) η πορεία

    Русско-греческий словарь > движение

  • 17 долгий

    долгий μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσ μος (долгосрочный)' прошло \долгийое время πολύς καιρός πέ ρασε· \долгий путь о μακρύς δρόμος, η μάκρη πορεία
    * * *
    μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσμος ( долгосрочный)

    прошло́ до́лгийое вре́мя — πολύς καιρός πέρασε

    до́лгий путь — ο μακρύς δρόμος, η μακρή πορεία

    Русско-греческий словарь > долгий

  • 18 поход

    поход м η πορεία
    * * *
    м
    η πορεία

    Русско-греческий словарь > поход

  • 19 процесс

    процесс м 1) το προτσές, η πορεία* производственный \процесс το προτσές της παραγωγής 2) юр. η διαδικασία, η δίκη· возбудить \процесс κινώ δίκη
    * * *
    м
    1) το προτσές, η πορεία

    произво́дственный проце́сс — το προτσές της παραγωγής

    2) юр. η διαδικασία, η δίκη

    возбуди́ть проце́сс — κινώ δίκη

    Русско-греческий словарь > процесс

  • 20 путь

    путь м 1) (дорога) о δρόμος, η πορεία· по пути στο δρόμο· на обратном пути στην επιστροφή 2) (поездка) το ταξίδι· счастливого пути! καλό ταξίδι!
    * * *
    м
    1) ( дорога) ο δρόμος, η πορεία

    по пути́ — στο δρόμο

    на обра́тном пути́ — στην επιστροφή

    2) ( поездка) το ταξίδι

    счастли́вого пути́! — καλό ταξίδι!

    Русско-греческий словарь > путь

См. также в других словарях:

  • πορεία — πορείᾱ , πορεία mode of walking fem nom/voc/acc dual πορείᾱ , πορεία mode of walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείᾳ — πορείᾱͅ , πορεία mode of walking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ …   Dictionary of Greek

  • πορεία — η 1. περπάτημα, δρόμος. 2. εξέλιξη γεγονότων ή καταστάσεων: Η πορεία της ασθένειας. – H πορεία της δίκης κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

  • πορεῖα — πορεῖον means of conveyance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείας — πορείᾱς , πορεία mode of walking fem acc pl πορείᾱς , πορεία mode of walking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείαι — πορείᾱͅ , πορεία mode of walking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείαν — πορείᾱν , πορεία mode of walking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορειῶν — πορεία mode of walking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορεῖαι — πορεία mode of walking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»