-
1 ηνιπαπον
См. также в других словарях:
Ντι Πον ντε Νεμούρ, Ελετέρ Ιρενέ — (Eleuthere IreneeDu Pont de Nemours, Παρίσι 1771 – Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ 1834). Αμερικάνος βιομήχανος, γαλλικής καταγωγής. Ήταν γιος του Πιερ Σαμουέλ Ντι Πον ντε Νεμούρ (βλ. λ.). Τελείωσε τις πρώτες σπουδές του στη Γαλλία, με καθηγητή τον μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ντυ Πον — Βλ. λ. Ντι Πον … Dictionary of Greek
Ντι Πον ντε Νεμούρ, Πιερ Σαμουέλ — (Du Pont de Nemours, Παρίσι 1739 – Ιλιουτίριαν Μιλς, ΗΠΑ 1817). Γάλλος οικονομολόγος και πολιτικός. Υπήρξε οπαδός του Φρανσουά Κενέ και υποστηρικτής των φυσιοκρατικών ιδεών, κατά τις οποίες η γη είναι η μόνη πηγή πλούτου και η ευτυχία της… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
φυσιοκρατία — Οικονομική και πολιτική σχολή που παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά τα μέσα του 18ου αι. Η ονομασία φυσιοκράτες δόθηκε στους οπαδούς της σχολής αυτής από έναν από τους πρώτους εκπροσώπους της, τον Πιερ Σαμουέλ Ντι Πον ντε Νεμούρ. Ιδρυτής και κύριος… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Σισλέ, Αλφρέ — (Sisley). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1839 Μορέ συρ Λουάν 1899). Από αγγλική οικογένεια, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την τοπιογραφία του Τέρνερ και του Κόνσταμπλ. Γυρίζοντας στο Παρίσι, συνδέθηκε φιλικά… … Dictionary of Greek
γρυπόν — γρῡπόν , γρυπός hook nosed masc acc sg γρῡπόν , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυσίλυπον — παυσίλῡπον , παυσίλυπος ending pain masc/fem acc sg παυσίλῡπον , παυσίλυπος ending pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίλυπον — περίλῡπον , περίλυπος very sad masc/fem acc sg περίλῡπον , περίλυπος very sad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)