-
1 πολιορκία
πολιορκίᾱ, πολιορκίαsiege of a city: fem nom /voc /acc dualπολιορκίᾱ, πολιορκίαsiege of a city: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πολιορκίαι, πολιορκίαsiege of a city: fem nom /voc plπολιορκίᾱͅ, πολιορκίαsiege of a city: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πολιορκια
-
3 πολιορκία
πολιορκία, ας, ἡ (πόλις, cp. ἕρκος ‘enclosure’; Hdt. et al.; ins; Sb 3776, 4 [I B.C.]; LXX; TestSol 10:36 C; TestJud 23:3; Jos., Bell. 3, 183, Vi. 329) hostile surrounding of an area for a protracted period, siege, w. θλῖψις 1 Cl 57:4 (Pr 1:27). The later metaph. use distress, tribulation (Plut., Sulla 25, 4 Z. v.l.) is certainly to be understood here.—DELG s.v. πόλις. -
4 πολιορκίᾳ
Βλ. λ. πολιορκία -
5 πολιορκία
-
6 πολιορκία
-
7 πολιορκία
-ας + ἡ N 1 0-0-1-1-4=6 Jer 19,9; Prv 1,27; 1 Ezr 2,17; 2 Mc 10,18.19siege 1 Ezr 2,17; distress, tribulation, anguish Prv 1,27 -
8 πολιορκία
[полиоркиа] ουσ θ осада. -
9 πολιορκία
el setge -
10 πολιορκία
2 metaph., besieging, pestering, v. l. in Plu.Sull.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιορκία
-
11 πολιορκία
πολι-ορκία, ἡ, Belagerung einer Stadt -
12 πολιορκία
siège -
13 πολιορκία
oblężenie (n) rzecz. -
14 πολιορκία
1) obklíčení2) obléhání -
15 πολιορκία
siegeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολιορκία
-
16 πολιορκίας
πολιορκίᾱς, πολιορκίαsiege of a city: fem acc plπολιορκίᾱς, πολιορκίαsiege of a city: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 πολιορκίαι
πολιορκίαsiege of a city: fem nom /voc plπολιορκίᾱͅ, πολιορκίαsiege of a city: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 πολιορκίαν
πολιορκίᾱν, πολιορκίαsiege of a city: fem acc sg (attic doric aeolic) -
19 πολιορκίη
πολιορκίαsiege of a city: fem nom /voc sg (epic ionic)——————πολιορκίαsiege of a city: fem dat sg (epic ionic) -
20 πολιορκίαις
πολιορκίαsiege of a city: fem dat pl
См. также в других словарях:
πολιορκία — πολιορκίᾱ , πολιορκία siege of a city fem nom/voc/acc dual πολιορκίᾱ , πολιορκία siege of a city fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκίᾳ — πολιορκίαι , πολιορκία siege of a city fem nom/voc pl πολιορκίᾱͅ , πολιορκία siege of a city fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για … Dictionary of Greek
πολιορκία — η αποκλεισμός πόλης ή φρουρίου με σκοπό την κατάληψή του: Η χώρα κηρύχτηκε σε κατάσταση πολιορκίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάλτας πολιορκία — Ποίημα του Αντώνιου Aχέλη, έργο του 16ου αι. Βλ. λ. Αχέλης, Αντώνιος … Dictionary of Greek
πολιορκίας — πολιορκίᾱς , πολιορκία siege of a city fem acc pl πολιορκίᾱς , πολιορκία siege of a city fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκίαι — πολιορκία siege of a city fem nom/voc pl πολιορκίᾱͅ , πολιορκία siege of a city fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκίαν — πολιορκίᾱν , πολιορκία siege of a city fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОСАДА — • Πολιορκία. Живописное описание О. города в героическое время дает нам «Илиада». Осаждающие располагались лагерем перед городом, осажденные выходили утром за стены и сражались в поединках с переменным счастьем, а вечером снова… … Реальный словарь классических древностей
πολιορκιῶν — πολιορκία siege of a city fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκίαις — πολιορκία siege of a city fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)