-
1 πολεμιστής
πολεμιστής, ὁ, Krieger, Kämpfer, Streiter; Hom. bes. in der Il.; verbunden αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ ϑαρσαλέον πολεμιστήν 5, 602; voc. πολεμιστά 16, 492; Pind. N. 4, 27 I. 4, 28; einzeln bei Sp.
-
2 πολεμιστης
-
3 πολεμιστής
πολεμιστήςwarrior: masc nom sg -
4 πολεμιστής
πολεμιστής, πτολεμιστής: warrior. (Il. and Od. 24.499.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολεμιστής
-
5 πολεμιστής
πολεμιστής, ὁ, Krieger, Kämpfer, Streiter -
6 πολεμιστής
ο, πολεμίστρια η воин, боец;παλαιός πολεμιστής — ветеран войны
-
7 πολεμιστής
[полэмистис] ουσ. а. воин, боец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολεμιστής
-
8 πολεμιστής
-οῦ ὁ N 1 8-24-11-0-9=52 Nm 31,27.28.32.42.49warrior Nm 31,27; id. (mostly used in opp. to another subst.) Nm 31,28 Cf. DORIVAL 1994, 59 -
9 πολεμιστής
[полэмистис] ουσ α воин, боец. -
10 πολεμιστής
A warrior, ib.5.602, al., Pi.N.4.27, etc.: freq. in later Prose, LXXDe.2.14, Str.11.2.4, J. BJ6.2.5, Gal.14.283.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμιστής
-
11 πολεμιστής
guerrier -
12 πολεμιστής
1) wojak (m) rzecz.2) wojownik (m) rzecz. -
13 πολεμιστής
1) bojovník2) válečnický3) válečník -
14 πολεμιστής
warriorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολεμιστής
-
15 guerrier
πολεμιστής -
16 válečnický
πολεμιστής -
17 válečník
πολεμιστής -
18 warrior
πολεμιστής -
19 wojownik
πολεμιστής -
20 πολεμισταί
πολεμιστήςwarrior: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
πολεμιστής — warrior masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστής — ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, ίδος, Μ [πολεμίζω] αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής αρχ. φρ. «πολεμιστὴς ἵππος» i) πολεμικός ίππος ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων … Dictionary of Greek
πολεμιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον πόλεμο, ο στρατιώτης, ο μαχητής: Παλιοί πολεμιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμισταῖς — πολεμιστής warrior masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμισταί — πολεμιστής warrior masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστοῦ — πολεμιστής warrior masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστᾷ — πολεμιστής warrior masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστῇ — πολεμιστής warrior masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστέα — πολεμιστής warrior masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστήν — πολεμιστής warrior masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστῶν — πολεμιστής warrior masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)