Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλούσιος+(

  • 41 пышный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. αφράτος• απαλός•

    пышный снег αφράτο χιόνι•

    -ая булка αφράτη φραντζόλα•

    - ая женщина (μτφ.) αφράτη γυναίκα.

    || πυκνός, δασύς•

    -ые волосы πυκνά μαλλιά,

    2. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος•

    пышный убор πολυτελές στόλισμα•

    пышный наряд πολυτελής ενδυμασία.

    3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης•

    -ые фразы πομπώδεις φράσεις.

    4. φαρδύς και ελαφρός; διογκωμένος, φουσκωμένος, φουσκωτός•

    -ое платье φουσκωτό φόρεμα.

    Большой русско-греческий словарь > пышный

  • 42 роскошный

    επ., βρ: -шен, -щёна, -шно.
    1. πολυτελής• πλούσιος, πλουσιοπάροχος• λουσάτος•

    роскошный обед πλούσιο γεύμα•

    -ое платье πολυτελές (λουσάτο) φόρεμα•

    роскошный особняк πολυτελής έπαυλη•

    -ая жизнь πολυτελής ζωή• χλιδή•

    -ое издание πολυτελής έκδοση•

    роскошный край η πλούσια περιοχή (τόπος).

    2. θαυμάσιος, έξοχος, θεσπέσιος•

    -ая природа θαυμάσια φύση•

    -ая погода θαυμάσιος καιρός.

    Большой русско-греческий словарь > роскошный

  • 43 содержательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    πολύ περιεκτικός, πλούσιος σε περιεχόμενο•

    содержательный доклад περιεκτική εισήγηση•

    -ая книга πολύ περιεκτικό βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > содержательный

  • 44 сытный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. χορταστικός•

    -ая пища χορταστική τροφή•

    сытный обед χορταστικά γεύμα.

    2. πλούσιος σε φαγητά,τρόφιμα• όλβιος•

    -ая жизнь ευδαιμονία, ολβιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > сытный

  • 45 сытый

    επ., βρ: сыт, сыта, -сыто.
    1. χορτάτος, χορτασμένος•

    -ые гости χορτάτοι φιλοξενούμενοι.

    || ουσ. ο χορτάτος•

    сытый голодного не разумеет παρμ. ο χορτάτος τον νηστικό δεν τον πιστεύει.

    2. ευτραφής, καλοθρεμμένος-σιτευτός.
    3. εύπορος, ευκατάστατος, πορεμένος• πλούσιος. || βλ. сытный (2 σημ.),

    Большой русско-греческий словарь > сытый

  • 46 толстосум

    α. (απλ.) παραλής, πλούσιος.

    Большой русско-греческий словарь > толстосум

  • 47 тысячник

    α.
    -ца, -ы θ.
    1. παλ. πλούσιος, -α (που είχε κεφάλαιο χιλίων ρουβλιών).
    2. πρωτοπόρος εργάτης (που εκπλήρωνει τη νόρμα σε μιά βάρδια δέκα φορές και παραπάνω).
    3. αυτός που έτρεξε 1000 χιλιόμετρα ή εκτέλεσε 1000 πηδήματα.

    Большой русско-греческий словарь > тысячник

  • 48 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 49 шикарный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. πο-πυτελής, πλούσιος• λουσάτος. || κομψός, χαριτωμένος, σικ.
    2. επιδεικτικός, εντυπωσιακός.
    3. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός.

    Большой русско-греческий словарь > шикарный

  • 50 щедрый

    επ., βρ: щедр, щедра, щедро.
    1. γενναιόδωρος, μεγαλόδωρος, φιλότιμος, ανοιχτοχέρης, απλόχερης, κουβαρντάς•

    щедрый человек κουβσρντάνθρωπος.

    || μτφ. αφε ιδώλευτος, πλουσιοπάροχος.
    2. πλούσιος, άφθονος μπόλικος. || μεγάλος, σημαντικός•

    -ые подарки πλούσια δώρα.

    || δυνατός, ισχυρός•

    щедрый блеск δυνατή λάμψη.

    εκφρ.
    - ого рукою – απλόχερα, αβέρτα, αφειδώς.

    Большой русско-греческий словарь > щедрый

См. также в других словарях:

  • πλούσιος — wealthy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ …   Dictionary of Greek

  • πλούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που έχει αφθονία ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας: Τόπος πλούσιος σε ομορφιές. 2. άφθονος, πολυτελής: Πλούσια συγκομιδή. – Πλούσιος διάκοσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλουσιώτερον — πλούσιος wealthy adverbial comp πλούσιος wealthy masc acc comp sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτάτων — πλούσιος wealthy fem gen superl pl πλούσιος wealthy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτέρων — πλούσιος wealthy fem gen comp pl πλούσιος wealthy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιώτατα — πλούσιος wealthy adverbial superl πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιώτατον — πλούσιος wealthy masc acc superl sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσίω — πλούσιος wealthy masc/neut nom/voc/acc dual πλούσιος wealthy masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»