-
41 пышный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αφράτος• απαλός•пышный снег αφράτο χιόνι•
-ая булка αφράτη φραντζόλα•
- ая женщина (μτφ.) αφράτη γυναίκα.
|| πυκνός, δασύς•-ые волосы πυκνά μαλλιά,
2. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος•пышный убор πολυτελές στόλισμα•
пышный наряд πολυτελής ενδυμασία.
3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης•-ые фразы πομπώδεις φράσεις.
4. φαρδύς και ελαφρός; διογκωμένος, φουσκωμένος, φουσκωτός•-ое платье φουσκωτό φόρεμα.
-
42 роскошный
επ., βρ: -шен, -щёна, -шно.1. πολυτελής• πλούσιος, πλουσιοπάροχος• λουσάτος•роскошный обед πλούσιο γεύμα•
-ое платье πολυτελές (λουσάτο) φόρεμα•
роскошный особняк πολυτελής έπαυλη•
-ая жизнь πολυτελής ζωή• χλιδή•
-ое издание πολυτελής έκδοση•
роскошный край η πλούσια περιοχή (τόπος).
2. θαυμάσιος, έξοχος, θεσπέσιος•-ая природа θαυμάσια φύση•
-ая погода θαυμάσιος καιρός.
-
43 содержательный
επ., βρ: -лен, -льна, -оπολύ περιεκτικός, πλούσιος σε περιεχόμενο•содержательный доклад περιεκτική εισήγηση•
-ая книга πολύ περιεκτικό βιβλίο.
-
44 сытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. χορταστικός•-ая пища χορταστική τροφή•
сытный обед χορταστικά γεύμα.
2. πλούσιος σε φαγητά,τρόφιμα• όλβιος•-ая жизнь ευδαιμονία, ολβιότητα.
-
45 сытый
επ., βρ: сыт, сыта, -сыто.1. χορτάτος, χορτασμένος•-ые гости χορτάτοι φιλοξενούμενοι.
|| ουσ. ο χορτάτος•сытый голодного не разумеет παρμ. ο χορτάτος τον νηστικό δεν τον πιστεύει.
2. ευτραφής, καλοθρεμμένος-σιτευτός.3. εύπορος, ευκατάστατος, πορεμένος• πλούσιος. || βλ. сытный (2 σημ.), -
46 толстосум
-а α. (απλ.) παραλής, πλούσιος. -
47 тысячник
-а α.-ца, -ы θ.1. παλ. πλούσιος, -α (που είχε κεφάλαιο χιλίων ρουβλιών).2. πρωτοπόρος εργάτης (που εκπλήρωνει τη νόρμα σε μιά βάρδια δέκα φορές και παραπάνω).3. αυτός που έτρεξε 1000 χιλιόμετρα ή εκτέλεσε 1000 πηδήματα. -
48 уйти
уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•
брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•
завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.
|| πηγαίνω•все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•
отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•
уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).
2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| εγκαταλείπω, αφήνω•она ушла от него αυτή τον παράτησε•
он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•
уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.
|| μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.
3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•
-в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•
уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.
4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•годы ушли τα χρόνια πέρασαν•
время прошло ο καιρός πέρασε.
5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.
|| πεθαίνω•ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.
6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.
7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).
8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.9. βλ. вместиться.10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.
11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).
12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.εκφρ.уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι. -
49 шикарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. πο-πυτελής, πλούσιος• λουσάτος. || κομψός, χαριτωμένος, σικ.2. επιδεικτικός, εντυπωσιακός.3. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός. -
50 щедрый
επ., βρ: щедр, щедра, щедро.1. γενναιόδωρος, μεγαλόδωρος, φιλότιμος, ανοιχτοχέρης, απλόχερης, κουβαρντάς•щедрый человек κουβσρντάνθρωπος.
|| μτφ. αφε ιδώλευτος, πλουσιοπάροχος.2. πλούσιος, άφθονος μπόλικος. || μεγάλος, σημαντικός•-ые подарки πλούσια δώρα.
|| δυνατός, ισχυρός•щедрый блеск δυνατή λάμψη.
εκφρ.- ого рукою – απλόχερα, αβέρτα, αφειδώς.
См. также в других словарях:
πλούσιος — wealthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που έχει αφθονία ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας: Τόπος πλούσιος σε ομορφιές. 2. άφθονος, πολυτελής: Πλούσια συγκομιδή. – Πλούσιος διάκοσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουσιώτερον — πλούσιος wealthy adverbial comp πλούσιος wealthy masc acc comp sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτάτων — πλούσιος wealthy fem gen superl pl πλούσιος wealthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέρων — πλούσιος wealthy fem gen comp pl πλούσιος wealthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατα — πλούσιος wealthy adverbial superl πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατον — πλούσιος wealthy masc acc superl sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίω — πλούσιος wealthy masc/neut nom/voc/acc dual πλούσιος wealthy masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)