-
1 πληρώνω
[плироно] р. платить, уплачивать, оплачивать, отплачивать (за что-либо),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πληρώνω
-
2 оплатить
πληρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оплатить
-
3 выплатить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выплатить
-
4 платить
πληρώνω- в течение... дней после подписания контракта - εντός διαστήματος... ημερών από την υπογραφή της συμφωνίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > платить
-
5 платить
плачу, платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.δ.1. πληρώνω• εξοφλώ•платить в кассу πληρώνω στο ταμείο•
платить за труд πληρώνω για τι δουλειά•
натурой πληρώνω σε είδος•
платить наличными πληρώνω σε μετρητά•
платить за покупки πληρώνω για ψώνια•
платить дополнительно πληρώνω συμπληρωματικά.
|| επιμετρώ• προσπληρώνω•платить золотом πληρώνω σε χρυσό•
платить векселем πληρώνω με γραμμάτιο•
платить долги πληρώνω (ξοφλώ) τα χρέη•
налог πληρώνω φόρο•
платить заимодавцу πληρώνω στο δανειστή.
2. μτφ. ανταποδϊ,νω• ανταμείβω•платить неблагодарностью δείχνω αχαριστία, αγνωμοσύνη•
платить за чужие удовольствия πληρώνω ξένα έξοδα ή τα σπασμένα άλλου•
платить чистоганом πληρώνω σε μετρητά•
платить за добро злом πληρώνω για το καλό με κακό•
платить за зло добром πληρώ-το κακό με το καλό;•
за добро добром -ят το καλό με καλό το πληρώνουν, αγαθόν αντί αγαθού, καλόν αντί καλού.
εκφρ.платить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίνω τα ίδια, τα ίσα).1. πληρώνομαι•налоги -ятся в рассрочку οι φόροι πληρώνονται με δόσεις.
2. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες•-здоровьем за неосторожность πληρώνω με την υγεία την απροσεξία (απερισκεψία).
-
6 платить
платитьнесов1. πληρώνω, ἐξοφλώ, ἀποτίω:\платить наличными πληρώνω τοίζ μετρητοίς· \платить по счету πληρώνω τόν λογαριασμό· \платить в рассрочку πληρώνω μέ δόσεις· \платить нату́рой πληρώνω σέ είδος·2. пере ἡ. πληρώνω, ἀνταποδίδω:\платить взаимностью ἀνταποδίδω τά αὐτά· \платить кому-л. той же монетой πληρώνω μέ τό ίδιο νόμισμα \платитьси (за что-л.) πληρώνομαι, ἀνταμείβομαι, πληρώνω τά σπασμένα. -
7 платить
платить πληρώνω* εξοφλώ (расплачиваться)· \платить по счёту πληρώνω το λογαριασμό* \платить наличными πληρώνω τοις μετρητοίς* * *πληρώνω; εξοφλώ ( расплачиваться)плати́ть по счёту — πληρώνω το λογαριασμό
плати́ть нали́чными — πληρώνω τοις μετρητοίς
-
8 расплатиться
расплатитьсясов, расплачиваться несов1. πληρώνω, ἐξοφλώ:\расплатиться с долгами πληρώνω (или ἐξοφλώ) τά χρέη μου· \расплатиться сполна πληρώνω στό ἀκέραιο·2. перен πληρώνω, τιμωρούμαι:\расплатиться за свой ошибки πληρώνω τίς συνέπειες τῶν λαθών μου, τιμωροῦμαι γιά τά λάθη μου. -
9 заплатить
заплатить πληρώνω, εξοφλώ \заплатить по счёту πληρώνω το λογαριασμό* * *πληρώνω, εξοφλώзаплати́ть по счёту — πληρώνω το λογαριασμό
-
10 заплатить
заплатитьсов1. πληρώνω:\заплатить по счету πληρώνω τόν λογαριασμό· \заплатить долг ξεπληρώνω τό χρέος·2. перен ἐκπληρβ τό χρέος μου:\заплатить жизнью за что́-л. πληρώνω κάτι μέ τή ζωή μου·3. (отплатить) ἀνταποδίδω, πληρώνω, ξεπληρώνω. -
11 заплатить
-плачу, -платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заплаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. πληρώνω•заплатить за покупки πληρώνω για τα ψώνια.
|| εξοφλώ, ξειτλερώνω•заплатить по счету εξοφλώ το λογαριασμό•
заплатить долг εξοφλώ το χρέος•
заплатить за квартиру πληρώνω το ενοίκιο του διαμερίσματος.
2. μτφ. ανταποδίδω•ты за это дорого -платишь θα το πληρώσεις ακριβά αυτό (που έκανες)•
заплатить жизнью, головой πληρώνω με τη ζωή, το κεφάλι.
-
12 оплатить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оплаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.πληρώνω•оплатить работу πληρώνω τη δουλειά•
оплатить рабочих πληρώνω τους εργάτες•
оплатить счёт πληρώνω το λογαριασμό.
-
13 поплатиться
-ачусь, -атишьсяρ.σ. πληρώνω•поплатиться жизнью πληρώνω με τη ζωή•
поплатиться дорого (την) πληρώνω ακριβά•
он -лся здоровьем за эту неосторожность την πλήρωσε με την υγεία αυτή του την απροσεξία•
поплатиться за свою ощибку πληρώνω το λάθος μου•
он за это -йтся θα (μου) το πληρώσει, αυτό (θα τον εκδικηθώ).
-
14 уплачивать
упла||чиватьнесов πληρώνω:\уплачиватьти́ть по счету πληρώνω λογαριασμό· \уплачивать-ти́ть по частям πληρώνω μέ δόσεις. -
15 внести
-су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.
2. εγγράφω, καταχωρώ•внести в список εγγράφω στον κατάλογο.
3. πληρώνω•внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•
внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.
4. (επι)φέρω, προκαλώ•внести замешательство φέρω σύγχυση•
внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.
5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•внести предложение κάνω πρόταση•
-законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.
εκφρ.- ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω. -
16 выплатить
-ачу, -атишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выплаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.πληρώνω•выплатить заработную плату πληρώνω τον εργατικό μισθό.
|| πληρώνω χρέος με δόσεις. -
17 отдувать
ρ.δ.μ. φυσώ, παρασύρω,διώχνω φυσώντας.εκφρ.отдувать щки – φουσκώνω τα μάγουλα.1. εκπνέω, εκφυσώ.2. (απλ.) πληρώνω ξένες αμαρτίες• πληρώνω τα σπασμένα• εγώ πληρώνω τη νύφη• στην καμπούρα μου ξεσπάνε.3. φουσκώνω, διογκώνομαι. -
18 уплатить
уплачу, уплатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уплаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.πληρώνω•уплатить долг πληρώνω το χρέος•
уплатить за квартиру πληρώνω το ενοίκιο για το διαμέρισμα.
-
19 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
20 задаток
1. (часть общей суммы, уплачиваемая вперед) η προκαταβολ/ήвнести - δίνω/πληρώνω την -давать - πληρώνω/δίνω την -2. -ки мн. (зачатки каких-л. способностей, наклонностей) οι κλίσεις, οι φυσικές ικανότητες, οι έξεις, τα προσόντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задаток
См. также в других словарях:
πληρώνω — πληρώνω, πλήρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί … Dictionary of Greek
πληρώνω — πλήρωσα, πληρώθηκα, πληρωμένος 1. δίνω το αντίτιμο, το χρέος ή την αμοιβή: Σήμερα που είχαμε χρήματα πληρώσαμε το χρέος μας, τα πράγματα που αγοράσαμε και τον εργάτη που μας δούλεψε. 2. μτφ., ανταποδίδω, τιμωρώ: Να του το πληρώσει ο Θεός. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδροπληρώνω — πληρώνω αδρά, δίνω άφθονα χρήματα για κάποιον ή κάτι, καλοπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρά + πληρώνω] … Dictionary of Greek
κακοπληρώνω — πληρώνω δύσκολα τα χρέη μου, δυστροπώ στην εξόφληση τών οφειλών μου, είμαι κακοπληρωτής … Dictionary of Greek
παραπληρώνω — πληρώνω περισσότερα από όσα υπολόγιζα («τόν παραπληρώνεις για τη δουλειά που σού προσφέρει») … Dictionary of Greek
ακριβοπληρώνω — και ακριβοπλερώνω 1. πληρώνω την αξία ενός πράγματος σε υψηλή τιμή, πληρώνω ακριβά, πολύ 2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + πληρώνω] … Dictionary of Greek
εκτίνω — και εκτείνω (AM ἐκτίνω και ἐκτείνω) το εκτίω νεώτ. εσφ. τύπος τού εκτίνω πληρώνω, πληρώνω εντελώς, ξεπληρώνω, εξοφλώ (ιδίως για ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) («εκτίνει, εξέτισε την ποινή του στις φυλακές») αρχ. 1. ανταποδίδω κάτι, ανταμείβω για κάτι 2.… … Dictionary of Greek
τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ … Dictionary of Greek
(ε)ξοφλώ — (ε)ξόφλησα, (ε)ξοφλήθηκα, (ε)ξοφλημένος 1. μτβ., πληρώνω ποσό που χρωστώ, πληρώνω το χρέος μου. 2. πληρώνω ό,τι οφείλω σε κάποιον και ξεμπερδεύω μαζί του: Εξόφλησα τον μπακάλη. 3. μτφ., εκπληρώνω υποχρέωση που ανέλαβα ή υπόσχεση που έδωσα: Δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… … Dictionary of Greek