-
1 πίκρα
πίκρᾱ, πίκραantidote: fem nom /voc /acc dualπίκρᾱ, πίκραantidote: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 πικρά
πικράζωtaste bitter: fut ind mid 2nd sg (epic)πικράζωtaste bitter: fut ind act 3rd sg (epic)πικρόςpointed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 πικρᾷ
πικράζωtaste bitter: fut ind mid 2nd sg (epic)πικράζωtaste bitter: fut ind act 3rd sg (epic)πικρόςpointed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 πίκρα
πίκρα, ἡ, an -
5 πικρά
πικράςfem voc sgπικρόςpointed: neut nom /voc /acc plπικρά̱, πικρόςpointed: fem nom /voc /acc dualπικρά̱, πικρόςpointed: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 πίκρα
η1) горький вкус, горечь; 2) перен. огорчение, печаль -
7 πίκρα
[пикра] ουσ. Θ. горечь, горький вкус, огорчение, печальΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πίκρα
-
8 πίκρα
[пикра] ουσ θ горечь, горький вкус, огорчение, печаль. -
9 πίκρα
acı, acılık, keder -
10 πικρά
amèrement -
11 πίκρα
1) absolument2) amertume -
12 πικρά
gorzko przysł. -
13 πικρά
hořce -
14 πικρά
bitterlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πικρά
-
15 Τα πικρά λογάκια βγάζουν τα ματάκια
Η γλώσσα είναι δίκοπο και τρομερό μαχαίρι, και αν δεν την προσέχουμε, πολλές πληγές μας φέρει– Η γλώσσα κοκάλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει– Η πληγή της μαχαιριάς βρίσκει γιατρειά, της γλώσσας ούτε παρηγοριά– Τα πικρά λογάκια βγάζουν τα ματάκια• Язык мягок, а кости ломает• Рана от ножа заживет, от языка – нет• Слово – не стрела, да пуще стрелы• Язык – опасное оружиеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα πικρά λογάκια βγάζουν τα ματάκια
-
16 Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα
– Κάλλιο χόρτα με ομόνοια, παρά ψάρια με διχόνοια• Худой мир лучше доброй ссорыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα
-
17 içlenme
πίκρα -
18 amèrement
πικρά -
19 amertume
πίκρα -
20 hořce
πικρά
См. также в других словарях:
πίκρα — πίκρᾱ , πίκρα antidote fem nom/voc/acc dual πίκρᾱ , πίκρα antidote fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίκρα — πίκρα, η και πικράδα, η 1. πικρή γεύση, πικρίλα: Τα ραδίκια έχουν μια ελαφριά πίκρα. 2. μτφ., λύπη, οδύνη, αλλιώς πικρία: Όπου γραφτό τις πιο βαριές να δοκιμάσω πίκρες (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικρά — πικράς fem voc sg πικρός pointed neut nom/voc/acc pl πικρά̱ , πικρός pointed fem nom/voc/acc dual πικρά̱ , πικρός pointed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίκρα — η, Ν·1.η ιδιότητα τού πικρού, η πικράδα («η πίκρα τού κινίνου») 2. η πικρία, η βαθιά λύπη («οπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι) 3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πικρά — επίρρ. βλ. πικρός … Dictionary of Greek
πικρᾷ — πικράζω taste bitter fut ind mid 2nd sg (epic) πικράζω taste bitter fut ind act 3rd sg (epic) πικρός pointed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίκρας — πίκρᾱς , πίκρα antidote fem acc pl πίκρᾱς , πίκρα antidote fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρᾶι — πικρᾷ , πικράζω taste bitter fut ind mid 2nd sg (epic) πικρᾷ , πικράζω taste bitter fut ind act 3rd sg (epic) πικρᾷ , πικρός pointed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικράων — πικρά̱ων , πίκρα antidote fem gen pl (epic aeolic) πικρά̱ων , πικρός pointed masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίκραν — πίκρᾱν , πίκρα antidote fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρᾶς — πικρᾶ̱ς , πικράζω taste bitter fut ind act 2nd sg (doric) πικρός pointed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)