Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πιάνω

  • 1 πιάνω

    [пьано] р. брать, хватать, ловить.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πιάνω

  • 2 переловить

    πιάνω, συλλαμβάνω (τα πάντα/τους πάντες).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переловить

  • 3 уличить

    πιάνω, αποκαλύπτω, εντοπίω (για παράνομη πράξη).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уличить

  • 4 ловить

    ловлю, ловишь
    ρ.δ. μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω•

    ловить мяч πιάνω το τόπι•

    ловить на лету πιάνω στον αέρα.

    || θηρεύω•

    ловить птиц πιάνω πουλιά.

    2. αλιεύω, ψαρεύω•

    ловить рыбу ψαρεύω.

    3. μτφ. δράττομαι επωφελούμαι ловить (удобный) случай δράττομαι της (κατάλληλης) ευκαιρίας•

    лови момент δράξου της ευκαιρίας.

    4. συλλαμβάνω επ αυτοφόρω•

    ловить вора πιάνω τον κλεφτή.

    εκφρ.
    ловить взгляд (взор) ή глаз – πιάνω τη ματιά (κάποιου), συναντιώνται τα βλέμματα μας•
    ловить на себе чей взгляд – πιάνω κάποιον που ρίχνει τη ματιά του σε μένα•
    ловить волну ή станцию – πιάνω το ραδιοσταθμό•
    в мутной воде рыбу ловить – ψαρεύω στα θολά νερά•
    ловить на слове – πιάνομαι από ένα λόγο (από μια λέξη).
    πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > ловить

  • 5 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 6 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 7 завязывать

    завязывать
    несов
    1. δένω, συνδέω:
    \завязывать галстук δένω τήν γραβάτα·
    2. (устанавливать, начинать) πιάνω, ἀρχίζω, συνάπτω:
    \завязывать разговор πιάνω κουβέντα· \завязывать знакомство πιάνω γνωριμία· \завязывать торговые отношения συνάπτω ἐμπορικές σχέσεις· \завязывать переписку ἀρχίζω ἀλληλογραφία· \завязывать ссору πιάνω (или ἀρχίζω) καυγᾶ· \завязывать дру́ж-бу πιάνω φιλία.

    Русско-новогреческий словарь > завязывать

  • 8 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 9 завязать

    -вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завязанный, -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    завязать веревку δένω την τριχιά•

    завязать галстук δένω τη γραβάτα•

    завязать двойной узел διπλοκομποδένω.

    2. πιάνω, συνάπτω• αρχίζω πρώτος•

    завязать дружбу πιάνω φιλία•

    завязать разговор πιάνω κουβέντα•

    завязать переписку ανοίγω αλληλογραφία•

    завязать бой συνάπτω μάχη•

    завязать отношения πιάνω σχέσεις•;- спор αρχίζω συζήτηση•

    завязать перестрелку αρχίζω πρώτο£ τους πυροβολισμούς.

    3. (γι φυτά) γονιμοποιούμαι•

    завязать плод πιάνω (δένω) καρπό.

    1. δένομαι.
    2. αρχίζω, συνάπτομαι, πιάνομαι•. -лся бой πιάστηκε η μάχη.
    3. (για φυτά) γονιμοποιούμαι•

    плод -лся ο καρπός έδεσε.

    -аю, -аешь, ρ.δ.
    βλ. завязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > завязать

  • 10 занять

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. занять 2)
    δανείζομαι χρήματα.
    займу, займешь, παρλθ. χρ. занял,) -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. занявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (για χώρο) καταλαμβάνω, πιάνω•

    книги -ли всю полку τα βιβλία έπιασαν ολο το ράφι.

    || πιάνω θέση•

    судьи -ли свой места οι δικαστές κατέλαβαν τις θέσεις τους.

    || πιάνω υπηρεσιακή θέση•

    занять место секретаря πιάνω δου λειά γραμματικού.

    || παίρνω θέση σε αγώνισμα.
    2. κυριεύω•

    занять крепость κυριεύω φρούριο.

    3. απασχολώ, τρώγω (για χρόνο).
    4. απασχολώ, δίνω δουλεία. τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο. || προξενώ χαρά, διασκεδάζω, φαιδρύνω, καλοκαρδίζω.
    εκφρ.
    дух (ή дыхание) заняло (занимает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή•
    занять оборону – πιάνω αμυντική γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > занять

  • 11 подхватить

    подхватить
    сое., подхватывать несов
    1. ἀρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω:
    \подхватить на лету πιάνω στόν ἀέρα, στά πεταχτά·
    2. (болезнь) разг ἀρπάζω, πιάνω ἀρρώστεια·
    3. (песню и т. п.) πιάνω τό τραγούδι· ◊ \подхватить чужую мысль ὑιοθετώ ξένη σκέψη.

    Русско-новогреческий словарь > подхватить

  • 12 поймать

    поймать
    сов πιάνω, τσακώνω, συλλαμβάνω:
    \поймать кого́-л. на слове τόν πιάνω ἐπάνω στό λόγο· \поймать кого-л. на месте преступления συλλαμβάνω (или πιάνω) κάποιον ἐπ' αὐτοφόρω· \поймать кого́-л. на у́дочку разг πιάνω κάποιον στήν παγίδα.

    Русско-новогреческий словарь > поймать

  • 13 выловить

    -влю, -вишь, ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω• βγάζω•

    выловить бревно из воды πιάνω το κούτσουρο στο νερό.

    || ψαρεύω, αλιεύω. || (απλ) ανακαλύπτω, εξιχνιάζω, ανευρίσκω.
    2. πιάνω ο’λα•

    -всю рыбу в пруду πιάνω όλα τα ψάρια στη δεξαμενή.

    Большой русско-греческий словарь > выловить

  • 14 изловить

    -овли, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изловленный, βρ: -вен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    πιάνω, συλλαμβάνω•

    изловить вора πιάνω τον κλέφτη•

    изловить муху πιάνω τη μύγα•

    изловить птицу πιάνω το πουλί.

    Большой русско-греческий словарь > изловить

  • 15 захватывать

    захватыва||ть
    несов
    1. (брать с собой) παίρνω (μαζί μου)·
    2. (завладевать) ἀρπάζω, καταλαμβάνω, σφετερίζομαι:
    \захватывать что́-л. силой ἀρπάζω μέ τή βία· \захватывать в плен αἰχμαλωτίζω, πιάνω αίχμάλωτο· \захватывать власть καταλαμβάνω (или ἀρπάζω) τήν ἐξοοσία·
    3. (застигать, заставать) разг πιάνω, προλαμβάνω, προφθάνω:
    \захватывать на месте преступления πιάνω ἐπ· αὐτοφώρω·
    4. (увлекать) συναρπάζω· ◊ \захватывать болезнь вовремя προλαμβάνω ἐγκαιρα τήν ἀρρώ-στεια·\захватывать врасплох αίφνιδιάζω· у меня дух \захватыватьет, когда... πιάνεται ἡ ἀναπνοή μου..., μοῦ κοβέται ἡ ἀνάσα...

    Русско-новогреческий словарь > захватывать

  • 16 ловить

    ловить
    несов
    1. πιάνω, συλλαμβάνω / ἀλιεύω, ψαρεύω (рыбу):
    \ловить птиц πιάνω πουλιά·
    2. перен πιάνω, παγιδεύω, ἐνεδρεύω (подстерегать)! ἀρπάζω, δράττομαι, συλλαμβάνω ἐπ' αὐτοφώρω (схватывать):
    \ловить удобный слу́чай δράττομαι τής εὐκαιρίας· \ловить кого́-л. на слове πιάνομαι ἀπ· τά λόγια κάποιου· ◊ \ловить рыбу в му́тной воде ψαρεύω στά θολα νερά,

    Русско-новогреческий словарь > ловить

  • 17 подцепить

    подцепить
    сов, подцеплять несов
    1. γαντζώνω, πιάνω μέ τό τσιγγέλι, πιάνω μέ τόν γάντζο·
    2. перен (болезнь и т. п.) разг ἀρπάζω, πιάνω.

    Русско-новогреческий словарь > подцепить

  • 18 перехватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, σταματώ, κρατώ• παίρνω•

    я -ил его по дороге τον έπιασα στο δρόμο (ενώ βάδιζε)•

    перехватить мяч παίρνω (από άλλον) την ποδόσφαιρα•

    перехватить письмо πιάνω γράμμα (επιστολή).

    || πέφτω επάνω, συναντώ. || καταλαβαίνω, κυριεύω•

    перехватить дорогу καταλαβαίνω την οδό.

    2. αρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω. || περιζώνω, περιδένω. || μτφ. διακόπτω, κόβω εμποδίζω.
    3. σταματώ, κόβω•

    у него -ло дыхание αυτού του πιάστηκε η αναπνοή.

    4. (απλ.) σφάζω.
    5. τσιμπώ, τρώγω πρόχειρα.
    6. δανείζομαι για λίγες μέρες.
    7. ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, το παρακάνω, ξεφεύγω, εκτρέπομαι.
    εκφρ.
    перехватить через край – το παρακάνω, (πράττω κάτι άτοπο).
    πιάνομαι, κρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > перехватить

  • 19 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 20 сеть

    -и, προθτ. о сети, в сети, γεν. πλθ. сетей θ.
    1. δίχτυ, δίκτυ•

    вязать (плести) πλέκω δίχτυ•

    ловить рыбу -ями πιάνω ψάρια με τα δίχτυα•

    ловить птицы -ью πιάνω πουλιά με το δίχτυ.

    2. μτφ. παγίδα•

    попасть в чьи -и πέφτω στα δίχτυα κάποιου.

    || κάθε τι διχτυωτό•

    сеть паутины ο ιστός της αράχνης•

    железных дорог το σιδηροδρομικό δίχτυ•

    телефонная сеть το τηλεφωνικό δίχτυ•

    оросительная сеть αρδευτικό δίχτυ•

    агентурная сеть το δίχτυ των πρακτόρων.

    εκφρ.
    поймать в свой -и – (για αγάπη) πιάνω στα δίχτυα μου•
    раставлять -ж – στήνω παγίδες.

    Большой русско-греческий словарь > сеть

См. также в других словарях:

  • πιάνω — πιάνω, έπιασα βλ. πίν. 1 (και ως απρόσ. πιάνει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — έπιασα, πιάστηκα, πιασμένος 1. μτβ., κρατώ κάτι με το χέρι, αγγίζω: Πιάσε από το χέρι το παιδί. – Μην πιάνεις το σκυλί. 2. συλλαμβάνω, παγιδεύω: Πιάσανε το φτωχό να κλέβει. – Πιάστηκε ο λύκος στο δόκανο. 3. σταματώ, συναντώ: Πιάσε τον ίδιο τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιανῶ — πῑανῶ , πιαίνω fatten fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιάνω — πῑά̱νω , πιαίνω fatten aor subj act 1st sg (epic doric aeolic) πῑά̱νω , πιαίνω fatten aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχοπιάνω — πιάνω, συλλαμβάνω με βρόχο ή βρόχι …   Dictionary of Greek

  • αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • χανδάνω — Α (επικ. τ.) 1. χωρώ, περιλαμβάνω («ἕξ δ ἄρα μέτρα χάνδανεν [ὁ κρητήρ]», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) περιορίζω («Ἥρη δ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον» η Ήρα δεν μπορούσε να περιορίσει την οργή της στο στήθος, Ομ. Ιλ.) β) είμαι ικανός («κεκραξόμεσθά γ …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • περιαρπάζω — περιάρπαξα, περιαρπάχτηκα, περιαρπαγμένος 1. πιάνω κάτι από παντού, πιάνω κάτι δυνατά. 2. αρπάζω, πιάνω σφιχτά. 3. μαλώνω, βρίζω κάποιον: Τον περιάρπαξε και τον έκανε ρεζίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»