-
121 извозчик
извозчикм1. ὁ ἀμαξηλάτης, ὁ ἀμαξας / ὁ καρραγωγεύς, ὁ καρροτσιέρης (ломовой)·2. (экипаж):ехать на \извозчике πηγαίνω μέ τό ἀμάξι. -
122 к
кпредлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα13. (при указании назначения) γιά, σέ:сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·4. (при прикреплении, присоединении) σέ:приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·6. (для) προς, γιά·7. (при обозначении срока) κατά, προς:к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση. -
123 катать
кататьнесов1. (мяч и т. п.) κυλώ, κυλίω·2. (возить) πηγαίνω κάποιον πε-ρίπατο[ν] (μέ μεταφορικό μέσο)·3. (белье) κυλίζω. -
124 ладнть
ладн||тьнесов (жить в ладу) разг τά ἔχω καλά, τά πηγαίνω καλα μέ κάποιον ◊ он \ладнтьт одно́ и то́ же κοπάνα τά ἰδια καί τά ἰδια. -
125 меняться
менять||ся1. (изменяться) ἀλλάζω (άμετ.), μεταβάλλομαι:\менятьсяся в лице ἀλλάζει τό πρόσωπο μου (или ἡ δψη μου), ἀλλάζω ἐκφραση· \менятьсяся к лу́чшему πηγαίνω καλλίτερα, ἀλλάζω προς τό καλλίτερο·2. (обмениваться) ἀνταλλάζω, κάνω ἀνταλλαγή. -
126 навстречу
навстречунареч προς συνάντηση:ехать \навстречу πηγαίνω νά προϋπαντήσω· пойти́ кому́-л. \навстречу перен Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου. -
127 направляться
направлять||сяκατευθύνομαι, πηγαίνω. -
128 напрямик
напрямикнареч разг1. κατ' εὐθείαν, ἰσια:идти \напрямик» πηγαίνω κατ' εὐθείαν2. перен στά ἰσια, ὁρθά κοφτά, καθαρά καί ξάστερα / χωρίς περιστροφές (без обиняков)/ ἀνοιχτά (откровенно):говорить \напрямик μιλῶ ἀνοιχτά.
См. также в других словарях:
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
πηγαίνω — πάω / πηγαίνω, πήγα, πηγεμένος βλ. πίν. 192 (και ως απρόσ. πάει) Σημειώσεις: πάω – πηγαίνω : δεν αντιστοιχούν πάντοτε οι δύο τύποι στις ίδιες σημασίες. Το πάω χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως: πάω για..., πάω να..., πάω χαμένος, πού θα… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πηγαίνω — πήγα, πηγεμένος και παγεμένος 1. πορεύομαι, πάω κάπου: Πήγα κι ήρθα τόσες φορές. 2. πάω συχνά, συχνάζω κάπου: Δεν πηγαίνω στο γήπεδο. 3. φεύγω, αναχωρώ: Είναι ώρα να πηγαίνουμε. 4. μτφ., βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση, εξελίσσομαι, καταντώ: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημερονυκτοβαίνω — πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου, μέρα νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + νυκτ(ο) (< νυξ) + βαίνω] … Dictionary of Greek
ξαναπάω — πηγαίνω κάπου για δεύτερη ή για πολλοστή φορά … Dictionary of Greek
πηγαινοέρχομαι — πηγαίνω κι έρχομαι συχνά: Πηγαινοέρχεται από το γραφείο στο σπίτι δυο φορές την ημέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επισκέπτομαι — (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι] 1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ) 2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω 3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ νεοελλ.… … Dictionary of Greek
καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… … Dictionary of Greek
μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… … Dictionary of Greek
μεθέπω — (Α) (μόνο ποιητ., ιδίως επικ.) 1. πηγαίνω πίσω από κάποιον, τόν ακολουθώ από κοντά, πλησιάζω («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. (με αιτ.) ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», Ομ. Ιλ.) 3. συνεκδ. ζητώ, αναζητώ κάποιον… … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek