Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

περνώ

  • 21 пройти

    пройти 1) περνώ, διαβαίνω· \пройти мимо προσπερνώ· пройдите сюда, пожалуйста! περάστε εδώ, παρακαλώ! прошло два часа πέρασαν δυο ώρες· концерт прошёл удачно το κοντσέρτο είχε επιτυχία 2) (прекратиться) περνώ, παύω
    * * *
    1) περνώ, διαβαίνω

    пройти́ ми́мо — προσπερνώ

    пройди́те сюда́, пожа́луйста! — περάστε εδώ, παρακαλώ!

    прошло́ два часа́ — πέρασαν δυο ώρες

    конце́рт прошёл уда́чно — το κοντσέρτο είχε επιτυχία

    2) ( прекратиться) περνώ, παύω

    Русско-греческий словарь > пройти

  • 22 проплывать

    проплывать
    несов, проплыть сов
    1. (известное расстояние) κολυμπώ, διανύω κολυμπώντας (о человеке)/ διαπλέω (о судне)·
    2. (мимо) περνώ κολυμπώντας (о человеке)/ περνώ πλέοντας, καβατζάρω (о судне):
    \проплывать остров (о судне) περνώ δίπλα στό νησί πλεοντας·
    3. (важно проходить) разг περνώ κορδωμένος.

    Русско-новогреческий словарь > проплывать

  • 23 проходить

    прох||одить I
    несов
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι:
    \проходить торжественным маршем παρελαύνω· \проходить по мосту περνώ τή γέφυρα·
    2. (курс лечения, обучения, тж. о времени) περνώ, παρέρχομαι·
    3. (состояться) λαμβάνω χώραν, γίνομαι/ διεξάγομαι (о заседании и т. п.):
    собрание \проходитьо́дит бурно ἡ συνέλευση εἶναι θυελλώδης·
    4. (пролегать) περνώ:
    туннель \проходитьо́дит через горы τό τοῦ(ν)νελ περνἄ μέσα ἀπό βουνά.
    проход||и́ть II
    сов (некоторое время) περπατώ:
    я \проходитьи́л весь вечер попусту περπάτησα ἄδικα,ὅλο τό βράδυ.

    Русско-новогреческий словарь > проходить

  • 24 миновать

    ную, -нуешь,
    επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.
    1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•

    миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•

    миновать деревню προσπερνώ το χωριό.

    || περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•

    пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•

    они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•

    не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.

    3. τελειώνω, λήγω, περνώ•

    -ло лето πέρασε το καλοκαίρι•

    опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.

    4. κλείνω, συμπληρώνω.
    εκφρ.
    -уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•
    миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.
    τελειώνω, λήγω, περνώ.

    Большой русско-греческий словарь > миновать

  • 25 перебрести

    -реду, -редёшъ, παρλθ. χρ. перебрёл, -рела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. перебредший, επιρ. μτχ. перебредя
    ρ.σ.
    1. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перебрести речку περνώ το ποταμάκι.

    2. περνώ, διαβαίνω αργά ή με δυσκολία•

    перебрести через улицу περνώ το δρόμο με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перебрести

  • 26 перевалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ με-ταρρίπτω μεταφορτώνω• ρίχνω, σωριάζω.
    2. μ. περνώ, διαβαίνω, διασκελίζω (βουνό, κορυφογραμμή). || διαπορεύομαι, διατρέχω, διασχίζω, διελαύνω.
    3. (ξε)περνώ•

    сумма в текущем году -ла за 8000 рублей το ποσό στο τρέχον έτος ξεπέρασε τις 8000 ρούβλια•

    - ло за полночь (απρόσ.) πέρασαν τα μεσάνυχτα•

    ему -ло за пятьдесять (απρόσ.) αυτός πέρασε τα πενήντα (χρόνια).

    1. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι περνώ. || γυρίζω, στρέφω•

    перевалить на другой бок γυρίζω στο άλλο το πλευρό.

    || κάμπτομαι, λυγίζω.
    2. (ξε)περνώ, υπερτερώ.

    Большой русско-греческий словарь > перевалить

  • 27 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

  • 28 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 29 проплыть

    ρ.σ.
    1. κολυμπώ, διανύω απόσταση κολυμπώντας•

    проплыть до середины реки κολυμπώ ως τη μέση του ποταμού•

    проплыть пятьсот метров κολυμπώ πεντακόσια μέτρα.

    2. περνώ, διαβαίνω κολυμπώντας•

    проплыть маяк κολυμπώντας περνώ το φάρο.

    3. πετώ (ϊπταμαι) ομαλά, ήρεμα. || περνώ ομαλά.
    4. μτφ. περνώ αλληλοδιαδόχως.
    5. πλέω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > проплыть

  • 30 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 31 вдевать

    вдевать
    несов περνώ, διαπερνώ, βάζω:
    \вдевать ни́тку в иголку περνῶ τήν κλωστή στή βελόνα; \вдевать но́гу в стремя περνώ (или βάζω) τό πόδι στον ἀναβολέα.

    Русско-новогреческий словарь > вдевать

  • 32 надевать

    надевать
    несов φορώ, βάζω, περνῶ:
    \надевать шу́бу βάζω τή γούνα· \надевать шляпу βάζω τό καπέλλο μου· \надевать платье φορῶ τό φουστάνι· \надевать в рукава περνῶ τά μανίκια· \надевать жакет внакидку ρίχνω τή ζακέτα στους ὠμους· \надевать кольцо βάζω τό δαχτυλίδι, περνῶ τό δαχτυλίδι· \надевать очки́ βάζω τά γιαλιά μου· \надевать траур φορῶ πένθος, μαυροφορώ.

    Русско-новогреческий словарь > надевать

  • 33 протекать

    протека||ть
    несов
    1. (о реке, ручье) περνώ, κυλώ, τρέχω·
    2. (просачиваться) (δια)περνῶ:
    вода́ \протекатьет в подвал τό νερό περνάει στό ὑπόγειο·
    3. (пропускать воду) βάζω νερό, στάζω, τρέχω:
    крыша \протекатьет ἡ στέγη βάζει νερό·
    4. (о времени и т. ἡ.) περνώ, παρέρχομαι·
    5. (о процессе и т. п.) προχωρώ, ἐξακολουθώ.

    Русско-новогреческий словарь > протекать

  • 34 вдеть

    вдену, вденешь, προστκ. вдень ρ.σ.μ.
    περνώ,διαπερνώ, περνώ μέσα απο•

    вдеть нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι.

    περνιέμαι, διαπερνιέμαι•

    нитка -лась в иголку η κλωστή πέρασε στο βελόνι, βελονιάστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > вдеть

  • 35 дотянуть

    -яну, -янвшь ρ.σ.μ.
    1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.
    2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•

    дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.

    3. τραβώ ως το τέλος.
    4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•

    больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.

    5. βραδύνω, παρατείνω.
    6. περνώ, τα βολεύω.
    1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.
    3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > дотянуть

  • 36 изжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -о
    κ. изжитой, βρ: -жит, -а
    -ο; ρ.σ.μ.
    1. εξαλείφω, ξεριζώνω•

    изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.

    2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•

    он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).

    || υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•

    изжить горе περνώ φαρμάκια•

    изжить печали περνώ θλίψη.

    εκφρ.
    он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.
    ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > изжить

  • 37 насадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω.
    2. βάζω, θέτω.
    3. βάζω να καθίσει• τοποθετώ.
    4. βάζω, περνώ στειλιάρι(λαβή) σε εργαλείο•

    насадить топор на топорище βάζω στειλιάρι στο τσεκούρι.

    || διαπερώ, τρυπώ, περνώ•

    -утку на вертел περνώ πάπια στο σουβλί.

    5. χώνω, βάζω (από πάνω προς τα κάτω), φορώ. || ράβω•

    насадить пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    6. βλ. насаждать. || πληρώ, γεμίζω• πληθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > насадить

  • 38 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 39 перекинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω• μεταρρίπτω. || μετακινώ, μετατοπίζω• μεταφέρω. || γυρίζω, ξεφυλλίζω•

    перекинуть страницы книги ξεφυλλίζω το βιβλίο.

    2. ρίχνω μακρύτερα.
    3. κατασκευάζω, φτιάχνω•

    перекинуть мост ρίχνω γέφυρα.

    4. μεταθέτω.
    5. (διαλκ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω.
    1. ρίχνομαι, ρίπτομαι, μεταρρίπτομαι. || μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι περνώ•

    огонь -лся на соседний дом η φωτιά (πυρκαγιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω, περνώ, στρέφομαι αλλού (για συνομιλία κ.τ.τ.).
    2. κατασκευάζομαι•

    ночью -лся мост τη νύχτα ρίχτηκε η γέφυρα.

    3. λιποταχτώ περνώ με το μέρος του αντίπαλου.
    4. αλληλορίχτω. || παίζω χαρτιά•

    перекинуть в преферансик παίζω πρέφα.

    5. (διαλκ.) ανατρέπομαι, αναστρέφομαι, αναποδογυρίζω. || κάνω τούμπες.

    Большой русско-греческий словарь > перекинуть

  • 40 перелезть

    -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. перелез
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. περνώ σκαρφαλώνοντας•

    перелезть плетень σκαρφαλώνοντας περνώ το φράχτη.

    2. περνώ, διέρχομαι με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перелезть

См. также в других словарях:

  • περνώ — πέρασα, περάστηκα, περασμένος 1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο. 2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού. 3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • περνώ — περνάω / περνώ, πέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πέρνω — Ν εσφ. γρφ. τού παίρνω …   Dictionary of Greek

  • περνῶ — πέρνημι export for sale pres subj act 1st sg (attic epic doric) περνάω sell pres imperat mp 2nd sg περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρνω — πέρνημι export for sale pres imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοδιαβαίνω — περνώ γρήγορα από κάπου …   Dictionary of Greek

  • καλοξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα μου ευχάριστα, διαχειμάζω καλά …   Dictionary of Greek

  • κουτσοζώ — περνώ τη ζωή μου με στερήσεις, κατορθώνω με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + ζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδιαβαίνω — περνώ από κάπου κρυφά, προσπερνώ μυστικά …   Dictionary of Greek

  • ξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εχείμασα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκ χειμάζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»