Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

περιπλέκω

  • 21 намудрить

    -рю, -ришь
    ρ.σ. μπλέκω, περιπλέκω, μπερδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > намудрить

  • 22 напетлять

    ρ.σ.
    1. κλωθωγυρίζω, κάνω κλωθωγύρες.
    2. μτφ. μπλέκω, μπερδεύω, περιπλέκω, συγχέω.

    Большой русско-греческий словарь > напетлять

  • 23 обвязать

    -яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (περι)δένω.
    2. περιπλέκω, πλέκω ολόγυρα.
    3. (απλ.) πλέκω τα απαραίτητα για κάποιον
    1. (περί)δένομαι.
    2. περιπλέκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обвязать

  • 24 опутать

    ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίσσω, περιδένω•

    -голову полотенцем περιτυλίσσω το κεφάλι με την πετσέτα.

    || περιβάλλω, εμπλέκω•

    долги -ли меня τα χρέη μέ πνιξαν, είμαι βουτηγμένος στα χρέη.

    || περιελίσσω, περιπλέκω.
    2. μτφ. εμπλέκω σε πλεκτάνη, εξαπατώ, καλουπώνω.

    Большой русско-греческий словарь > опутать

  • 25 осложнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осложнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    περιπλέκω, μπερδεύω, μπλέκω συγχέω δυσκολεύω•

    осложнить положение περι,πλέκω την κατάσταση•

    осложнить жизнь δυσκολεύω τη ζωή.

    περιπλέκομαι•

    дело -лось η υπόθεση περιπλέχτηκε.

    || (για ασθένεια) χειροτερεύω, παθαίνω περιπλοκή (επιπλοκή).

    Большой русско-греческий словарь > осложнить

  • 26 перевить

    -вью, -вьшь, παρλθ. χρ. перевил
    -ла, -ло, προστκ. перевей, παθ. μτχ. перевитый, βρ: -вит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω, περιελίσσω.
    2. ξανατυλίγω.
    3. τυλίγω όλα ή πολύ. || περιπλέκω.
    περιτυλίγομαι, περιελίσσομαι• περιπλέκομαι, μπερδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевить

  • 27 перепутать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепутанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ. μπερδεύω, περιπλέκω, ανακατώνω•

    перепутать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχέω, κάνω σύγχυση•

    перепутать фамилию κάνω σύγχυση στο επώνυμο.

    μπερδεύομαι, παθαίνω σύγχυση.

    Большой русско-греческий словарь > перепутать

  • 28 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 29 скатать

    ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω, μαζεύω ρολό•

    скатать ковры περιτυλίγω τα χαλιά.

    2. περικυλώ, κουλουριάζω•

    скатать снежок κουλουριάζω το χιόνι.

    3. (για μαλλιά) περιπλέκω, ανακατεύω.
    4. γναφεύω υφάσματα, (συμ)πιλώ.
    5. πηγαινοέρχομαι.
    6. (απλ.) αντιγράφω από άλλον (μαθήματα).
    περιτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > скатать

  • 30 склочить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ. (απλ.) περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω.

    Большой русско-греческий словарь > склочить

  • 31 сплести

    ρ.σ.μ.
    1. πλέκω•

    сплести кружево πλέκω δαντέλα•

    сплести венок πλέκω στεφάνι.

    2. συμπλέκω-συνδέω•

    сплести концы вервки συμπλέκω τις άκρες της τριχιάς.

    || περιπλέκω. || μτφ. συνυφαίνω.
    3. συνθέτω• κατασκευάζω-
    επινοώ.
    περιπλέκομαι. || συμπλέκομαι• τυλίγομαι. || μτφ. αλληλοσυνδέομαι, συγχωνεύομαι, ενώνομαι, ενοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сплести

См. также в других словарях:

  • περιπλέκω — twine pres subj act 1st sg περιπλέκω twine pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλέκω — περιπλέκω, περιέπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • περιπλέκω — περίπλεξα, περιπλέχτηκα, περιπλεγμένος, μπλέκω, μπερδεύω, δυσκολεύω, εμποδίζω: Η υπόθεση περιπλέχτηκε άσχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπεπλεγμένα — περιπλέκω twine perf part mp neut nom/voc/acc pl περιπεπλεγμένᾱ , περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc/acc dual περιπεπλεγμένᾱ , περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλέκεσθε — περιπλέκω twine pres imperat mp 2nd pl περιπλέκω twine pres ind mp 2nd pl περιπλέκω twine imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλέκῃ — περιπλέκω twine pres subj mp 2nd sg περιπλέκω twine pres ind mp 2nd sg περιπλέκω twine pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπλεγμέναι — περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc pl περιπεπλεγμένᾱͅ , περιπλέκω twine perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπλεγμένον — περιπλέκω twine perf part mp masc acc sg περιπλέκω twine perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλακέντα — περιπλέκω twine aor part pass neut nom/voc/acc pl περιπλέκω twine aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλακέντων — περιπλέκω twine aor part pass masc/neut gen pl περιπλέκω twine aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»