-
61 περι-πτυχή
περι-πτυχή, ἡ, das Umfaltende, Umhüllende, das Umgeben, Bedecken; die Bedeckung, Hülle, τειχέων, Eur. Phoen. 1366; ἐν φαειναῖς ἡλίου περιπτυχαῖς, Ion 1516, öfter; περιπτυχαὶ δόμων, Ar. Av. 1241; πέπλων, Ath. III, 107 e.
-
62 περι-πτυχής
περι-πτυχής, ές, herumgefaltet, -gelegt, Soph. Ai. 899, ἀλλά νιν περιπτυχεῖ φάρει καλύψω, u. κεῖται κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυχής, 883. Vgl. περιπετής.
-
63 περι-πτωτικός
περι-πτωτικός, ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.
-
64 περι-πτύσσω
περι-πτύσσω, umfalten, umhüllen, rings umschließen u. bedecken; κατηρεφεῖ τύμβῳ περιπτύξαντες, Soph. Ant. 877; χέρας, Eur. Alc. 351; auch πέπλοι δέμας περιπτύσσοντες, Hec. 735; u. τί τινι, Pors. Eur. Med. 1203; περιπτύξαντες ἀμφοτέρωϑεν, umzingeln, Xen. An. 2, 10, 9; im med., Plat. Conv. 196 a, wie Xen. Cyr. 7, 1, 26; umarmen, περιπτύξασα ἠσπάσατο αὐτούς, Pol. 10, 4, 6, wie περιέπτυξε ταῖς χερσί, 13, 7, 8; Luc. D. D. 4, 5.
-
65 περι-πτύω
-
66 περι-πταίω
περι-πταίω, darum oder drüber anstoßen, Plut. Pyrrh. 10; Maneth. 2, 377 u. a. Sp.
-
67 περι-πτέρνεον
περι-πτέρνεον, τό, das was die πτέρνα umgiebt, Theil einer Maschine, Philo mathem.
-
68 περι-πτίσσω
περι-πτίσσω (s. πτίσσω), ringsum enthülsen, aushülsen, Getreide von Hülsen u. Spreu reinigen, Theophr.; übertr., ἐσμὲν περιεπτισμένοι, Ar. Ach. 481, worauf folgt τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω; vgl. Poll. 7, 24; übertr. auch bei Philostr., δρομικώτερον καὶ περιεπτισμένον τὸ εἶδος, schlank, dünn.
-
69 περι-πτώσσω
περι-πτώσσω, sehr fürchten, Philostr.
-
70 περι-πυρήνιον
περι-πυρήνιον, τό, die den Kern umgebende Hülle, Schaale, Theophr.
-
71 περι-πυκάζω
περι-πυκάζω, rings einhüllen, dicht umgeben, med. dicht herumlegen um Etwas, Ctes., c. accus.
-
72 περι-πωματίζω
περι-πωματίζω, = Vorigem, Arist. probl. 25, 17.
-
73 περι-πωμάζω
περι-πωμάζω, mit dem Deckel rings zudecken, Theophr.; s. das Folgde u. Lob. Phryn. p. 671.
-
74 περι-πόππυσμα
περι-πόππυσμα, τό, Schmeichelei, Schmarotzerei, Nicet.
-
75 περι-πόρφυρος
περι-πόρφυρος, mit Purpur umgeben; ἱμάτια, Crates bei Poll. 7, 63; ἡ περιπόρφυρος ἐσϑής, ein mit Purpur ringsum besetztes Kleid, bes. die tunica u. toga praetextata od. laticlavia der Römer, Pol. 6, 53, 7 u. Sp., wie Luc. D. Mer. 9. Auch = Folgdm, Plut. Poplic. 18.
-
76 περι-πόδιος
περι-πόδιος, um den Fuß od. die Füße gehend, B. A. 354.
-
77 περι-πόδιον
περι-πόδιον, τό, Saum, Sp.
-
78 περι-πόνηρος
περι-πόνηρος, sehr schlecht, Ar. Ach. 850.
-
79 περι-πόλιος
περι-πόλιος, um die Stadt liegend, Strab. XIV.
-
80 περι-πόλιον
περι-πόλιον, τό, Wachthaus (der περίπολοι), Blockhaus, Thuc. 3, 99. 7, 48; vgl. D. Hal. 9, 56, auch Strab.
См. также в других словарях:
περί — round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρι — περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek
περί — πρόθ., για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και … Dictionary of Greek
Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… … Dictionary of Greek