Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πατάω

  • 1 πατώ

    (ε), πατάω 1. μετ.
    1) ступать, становиться ногой, наступать;

    πατώ στη γη — ступать на землю;

    με πάτησες (τό πόδι) ты наступил мне на ногу;
    πρόσεχε πού πατάς смотри, куда ступаешь; 2) топтать, мять, приминать;

    πατώ τό χορτάρι — топтать траву;

    3) утаптывать, уминать; набивать, напихивать;

    πατώ τό χώμα (χιόνι) — утаптывать землю (снег);

    πάτησε τον καπνό στο τσιμπούκι он набил трубку табаком;
    πάτα καλά τα ρούχα μέσα στο μπαούλο утрамбуй хорошенько вещи в чемодане; 4) мять, давить, выжимать; топтать (виноград и т. п.); 5) нажимать, надавливать;

    πατώ τό κουμπί — нажимать на кнопку;

    6) давить, раздавливать, убивать;
    τον πάτησε το τραίνο он попал под поезд; 7) совершать налёт, ограбление;

    πατώ τό μαγαζί — ограбить магазин;

    § πατώ πόδι — топать ногой, требовать, настаивать;

    πατείς με πατώ σε — давка, толкотня;

    τον πάτησα στον κάλο или του πάτησα τον κάλο я наступил ему на любимую мозоль, я его задел за живое;

    δεν πατει ρόδα εδώ — здесь не проедешь на машине;

    πατώ τον όρκο μου — нарушать клятву;

    πάτησε λίγο το πουκάμισο погладь рубашку;
    του πάτησε ξύλο (или γροθιές) он его здорово избил; του πάτησε κατσάδα (βρισίδι) он ему задал головомойку, он его как следует отчитал; πάτησα φαΐ γιά πέντε νομάτους я поел за пятерых; πάτησα δουλειά (φαΐ) με την ψυχή μου я потрудился на славу; я вкалывал будь здоров (я наелся до отвала);

    με πατάει το παπούτσι — ботинок давит, жмёт;

    2. αμετ.
    1) часто посещать, захаживать;

    δεν πατάει στο θέατρο — он редко ходит в театр;

    2) быстро ходить, бежать;
    3) доставать до дна ногами;

    § πατώ γερά ( — или σταθερά) — стоять устойчиво, не шататься;

    δεν πατώ — не переступать порог, не бывать где-л., не ходить куда-л.;

    δεν πατεί χάμου — он высокомерен;

    δεν πατας καλά — ты нехорошо себя ведёшь;

    πατώ στα κάρβουνα — сидеть как на углях, как на иголках;

    πάτησες στην πίττα ты сел в лужу;
    ακολουθώ (или βαδίζω) την πεπατημένην идти по проторённой дорожке

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πατώ

См. также в других словарях:

  • πατάω — / πατώ, πάτησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: πατάω : η κλίση σε ώ, είς (κατά το θεωρώ, βλ. πίν. 73 ) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Έχει επιβιώσει σε στερεότυπες εκφράσεις, όπως: πατείς με πατώ σε (για μεγάλο συνωστισμό) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πατάω — βλ. πατώ …   Dictionary of Greek

  • πατώ — πατάω / πατώ, πάτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • αντιπατώ — ( άω κ. έω) (AM ἀντιπατῶ, άω) πατάω κι εγώ αυτόν που με πάτησε μσν. νεοελλ. 1. πατώ στερεά 2. περπατώ καμαρωτά 3. πατώ νεοελλ. 1. πατώ δυνατά με εναλλαγή των ποδιών (κυρίως στο πάτημα των σταφυλιών) 2. αντιστέκομαι …   Dictionary of Greek

  • βαρυπατώ — και βαρο και βαριοπατώ ( άω) πατάω βαριά, έχω βαρύ βήμα …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • διαστηρίζω — (Α) 1. κάνω σταθερό κάτι, δυναμώνω 2. μέσ. στηρίζομαι, πατάω σταθερά 3. στερεώνω, προσηλώνω …   Dictionary of Greek

  • κονιαροπατημένος — η, ο αυτός που πατήθηκε από τους Κονιάρους, που έχει υποδουλωθεί στους Τούρκους («μη μέ μαλώνεις, Κίσσαβε, κονιαροπατημένε», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κονιάρος + πατημένος (< πατάω)] …   Dictionary of Greek

  • πατικώνω — και πατηκώνω [πατίκι (Ι)] πατάω, πιέζω, συμπιέζω, στοιβάζω κάτι για να ελαττωθεί ο όγκος του και να καταλάβει μικρότερο χώρο …   Dictionary of Greek

  • πηλοβατώ — έω, Ν πατάω μέσα στις λάσπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»