-
21 доверенность
το πληρεξούσι/ο, η εξουσιοδότηση- действительна на... дней - ισχύει για χρονικό διάστημα... ημερώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доверенность
-
22 партия
1. (определённое количество каких-л. товаров, предметов и т.п.) η παρ-τίδ/α 2. (одна игра) η παρτίδα, το παιγνίδι 3. (политическая организация) το κόμμα 4 муз. η (μουσική) παρτίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партия
-
23 эмболия
мед. η (παρ)εμβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эмболия
-
24 всё
-
25 менее
менее λιγότερο, λιγότερα; не \менее двух часов τουλάχιστο δύο ώρες* всё \менее и \менее όλο και πιο λίγο ◇ тем не \менее και όμως, παρ' όλα αυτά* * *λιγότερο, λιγότεραне ме́нее двух часо́в — τουλάχιστο δύο ώρες·
всё ме́нее и ме́нее — όλο και πιο λίγο
••тем не ме́нее — και όμως, παρόλα αυτά
-
26 вписать
вписатьсов, вписывать несов1. ἐγγράφω, (παρ)εισάγω (вносить в текст)/ ἀναγράφω, καταχωρώ (включать в спи-°ок)·2. мат ἐγγράφω. -
27 всё
все Iср. от весь.все IIнареч I. (всегда, все время) πάντοτε, πάντα, ὅλη τήν ὠρα, ὅλο[ν] τόν καιρό[ν]:он \всё в разъездах ὅλο τόν καιρό ταξιδεύει·2. (до сих пор) ἀκόμα, ἔτι, ὡς τώρα, ἐως τώρα:\всё еще ἀκόμα·3. (при сравнит, ст.)· ὅλο καί περισσότερο[ν], ὅλο καί πιό πολύ:\всё дальше ὅλο καί πιό μακρυά· \всё лучше ὅλο καί καλλίτερα· ◊ (а) все, все же μ' ὅλα ταῦτα, παρ' ὅλα αὐτά. -
28 все-таки
все-такисоюз μ'ὅλα ταῦτα, ὡς τόσο, κἰδμως, παρ' ὅλα αὐτά. -
29 едва
едванареч1. (лишь только) μόλις:\едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο. -
30 забывать
забыва||тьнесов ξεχνώ, λησμονώ, (παρ)αμελώ. -
31 не
не Iчастица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·2. в составе сложных союзов:не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.не II(отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν. -
32 немощь
немо||щьж разг ἀνημπόρια:старческая \немощьщь γεροντική ἀνημπόρια· при всех моих \немощьщах ἄν καί εἶμαι σαράβαλο, παρ' ὀλη τήν ἀνημπόρια μου. -
33 несвоевременно
несвоевременн||онареч ὄχι στήν ῶρα του, (παρ)ἄκαιρα, παρακαίρως, ἄτοπα:делать что́-л. \несвоевременно κάνω κάτι ἀκαιρα. -
34 несвоевременный
несвоевременн||ыйприл ἄκαιρος, (παρ)ἄκαιρος, μή Εγκαιρος, ἄτοπος. -
35 но
но I1. союз ἀλλά, ὀμως, μά (в уступительном предложении пропускается):хотя и шел дождь, но мы выехали παρ· ὀλο πού ἐβρεχε, ἐμεϊς ἀναχωρήσαμε· здоров, но худ ὑγειής ἀλλά ἀδύνατος· не только..., но и... ὄχι μόνον, ἀλλά· но все-таки κι ὀμως, μολαταύτα, καί ὀμως·2. с:тут есть маленькое «но» ὑπάρχει ἐδῶ ἕνα μικρό «άλλά».но IIмежд (понукание) ἄϊντε, μπρος. -
36 паче
па́чеуст.:тем \паче πολύ περισσότερο, τοσούτω μάλλον \паче чаяния παρ' ἐλπίδα. -
37 тем
тем Iтвор. п. ед. от тот, то III; дат. п. мн. от тот, та, то III.тем II1. нареч δσο[ν], τόσο[ν], μ' αὐτό:\тем лучше τόσο τό καλλίτερο·2. союз:чем...., тем... οσο... τόσο· чем труднее была работа, \тем упорнее он был οσο ἡ δουλειά ήταν δυσκολωτερη, τόσο αὐτός ήταν πιό ἐπίμονος· ◊ \тем самым μ' αὐτό, ἐτσι· \тем более πολύ περισσότερο· \тем более, что... πολύ περισσότερο πού· \тем не менее καί δμως, παρ' ὅλα αὐτά. -
38 уклоняться
уклон||ятьсянесов1. (отстраняться) (παρ)εκκλίνω, ἐκτρέπομαι:\уклонятьсяя́ться от удара ἀποφεύγω τό χτύπημα·2. перен ἀποφεύγω, ξεφεύγω, ὑπεκφεύγω (избегать):\уклонятьсяи́ться от боя воен. φυγομαχῶ· \уклонятьсяя́ться от темы ξεφεύγω ἀπό τό θέμα· \уклонятьсяя́ться от разговора (встречи) ἀποφεύγω τή συζήτηση (τή συνάντηση)·3. прям., перен (отклоняться) παρα-στρατίζω, ἐκτρέπομαι:\уклонятьсяяться от истины ἐκτρέπομαι τής ἀληθείας. -
39 всё-таки
[φσιό-τακι] σύνδ. παρ’ όλα αυτά -
40 невзирая
[νιβζιράγια] κρόθ. παρά, παρ'όλο που...
См. также в других словарях:
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά … Dictionary of Greek
παρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ — παρά beside poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ' — Πάρι , Πάρις masc voc sg Πάρε , Πάρος Paros fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ' — πάρα , παρά beside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ’ δύναμιν δ’οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. — См. Сила по силе осилишь, а сила не под силу осядешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek