Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παρὰ+τοσοῠτον

  • 1 Narrow

    adj.
    P. and V. στενός, V. στενόπορος.
    met., illiberal: P. μικρόψυχος.
    Narrow means: P. and V. πενία, ἡ, πορία, ἡ); see Poverty.
    Have a narrow escape from: use P. and V. μόλις φεύγειν (acc.).
    So narrow was your escape: V. ὧδʼ ἔβητʼ ἐπὶ ξυροῦ (Eur., H.F. 630).
    So narrow an escape had Mitylene: P. παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου (Thuc. 3, 49).
    I had a narrow escape from being killed: P. παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀποθανεῖν (Isoc. 388E).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. συνγειν.
    Cut down: P. and V. συστέλλειν, συντέμνειν.
    V. intrans. P. and V. συνγεσθαι, συστέλλεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Narrow

См. также в других словарях:

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»