Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παραβιάζω

  • 21 нейтралитет

    α.
    ουδετερότητα•

    соблюдать нейтралитет τηρώ ουδετερότητα•

    нарушать нейтралитет παραβιάζω την ουδετερότητα•

    вооруженный нейтралитет ένοπλη ουδετερότητα.

    Большой русско-греческий словарь > нейтралитет

  • 22 норма

    θ.
    καθιερωμένο όριο. || κανόνας, αρχή•

    -ы поведения κανόνες συμπεριφοράς•

    выйти из норм παραβιάζω τους κανόνες.

    || το κανονικό, ο μέσος όρος•

    норма выпадения осадков το μέσον ύψος της βροχής.

    || το (καθ)ορισμένο ποσό•

    норма прибыли καθορισμένο ποσό κέρδους.

    εκφρ.
    войти (прийти) в -у – μπαίνω στονκανονικό ρυθμό (ή κατάσταση).

    Большой русско-греческий словарь > норма

  • 23 переступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. υπερπηδώ, πηδώ• δρασκελώ• περνώ, διαβαίνω. || στηρίζομαι εναλλάξ•

    переступить с ноги на ногу στηρίζομαι πότε στο ένα, πότε στο άλλο πόδι.

    2. μτφ. ξεπερνώ παραβαίνω, παραβιάζω•

    переступить границы приличия παρεκτρέπομαι (ξεπερνώ τα ό ρια καλής συμπεριφοράς)•

    переступить закон παραβαίνω το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > переступить

  • 24 перешагнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ. διασκελίζω, δρασκελίζω υπερπηδώ, περνώ από επάνω. || μτφ. περνώ, διαβαίνω (όριο), σκαπετώ. || παραβαίνω, παραβιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > перешагнуть

  • 25 попирать

    ρ.δ.μ.
    1. πατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ.
    2. μτφ. παραβιάζω κατάφωρα•

    попирать права τσαλαπατώ τα δικαιώματα•

    попирать закон τσαλαπατώ. το νόμο.

    1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι.
    2. μτφ. παραβιάζομαι κατάφωρα.

    Большой русско-греческий словарь > попирать

  • 26 правило

    ουδ.
    1. κανόνας•

    грамматические -а γραμματικοί κανόνες.

    2. κανονισμός•

    -а внутреннего распорядка κανονισμός εσωτερικής τάξης•

    -а уличного движения κανονισμός οδικής κυκλοφορίας•

    соблюдать -а τηρώ τους κανόνες•

    нарушать -а παραβιάζω τους κανόνες•

    нет -а без исключений δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαιρέσεις•

    -а религии θρησκευτικοί κανόνες•

    -а поведения κανόνες συμπεριφοράς.

    || γενική αρχή•

    человек строгих -ил άνθρωπος αυστηρών αρχών•

    я принял за правило το έβαλα σαν αρχή.

    εκφρ.
    как правило – ως συνήθως•
    по всем -ам – α) με όλους τους κανόνες (επιμελέστατα), β) όπως πρέπει ή συνηθίζεται.
    ουδ.
    παλ. όργανο ομάλυνσης. || παλ. κουπί μακρύ. || (κυνηγ.) η ουρά σκύλου ή αλεπούς.

    Большой русско-греческий словарь > правило

  • 27 прегрешить

    ρ.σ. παλ. παραβαίνω παραβιάζω, αθετώ•

    прегрешить против закона παραβαίνω το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > прегрешить

  • 28 просрочить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ. αφήνω να πε-περάσει η προθεσμία• καθυστερώ•

    просрочить отпуск παραβιάζω την άδεια•

    просрочить пять дней καθυστερώ για πέντε μέρες.

    Большой русско-греческий словарь > просрочить

  • 29 разрознить

    -нто, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрозненный, βρ: • -нен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    καθιστώ έλλειπες, παραβιάζω την ολότητα. παλ. αποχωρίζω, απομονώνω, ξεκόβω.
    γίνομαι, καθισταμαι ελλειπής.

    Большой русско-греческий словарь > разрознить

  • 30 рушить

    -шу, -шишь
    ρ.δ.μ.
    1. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, χαλνώ•

    рушить дом κατεδαφίζω το σπίτι•, рушить стены γκρεμίζω τους τοίχους.

    || μτφ. εξαρθρώνω, σπαραλιάζω.
    2. μτφ. παραβιάζω, παραβαίνω, αθετώ•

    рушить обычаи παραβαίνω τα έθιμα.

    3. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω.
    1. κατεδαφίζομαι, καταρρέω, πέφτω•

    здание -лось το κτίριο κατέρρευσε.

    2. μτφ. βλ. рухнуть (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > рушить

  • 31 система

    θ.
    1. σύστημα• τάξη• σειρά•

    система расстановки книг в библиотеке το σύστημα τοποθέτησης των βιβλίων στη βιβλιοθήκη•

    нарушить -у παραβιάζω το σύστημα•

    система лечения το σύστημα θεραπείας•

    педагогическая система παιδαγωγικό σύστημα•

    философская система декарта φιλοσοφικό σύστημα του Καρτέσιου.

    2. συγκρότηση, ενιαίο όλο• αλληλοσύνδεση•

    солнечная το ηλιακό σύστημα•

    нервная система το νευρικό σύστημα.

    || συγκρότημα τεχνικό•

    система отопления σύστημα θέρμανσης•

    оросительная система αρδευτικό σύστημα.

    3. κοινωνική οργάνωση•

    феодальная, капиталистическая, социалистическая система φεουδαρχικό, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό σύστημα.

    εκφρ.
    выборная система – εκλογικό σύστημα.

    Большой русско-греческий словарь > система

  • 32 условие

    ουδ.
    1. όρος• συμφωνία•

    выполнить условие εκπληρώνω τον όρο•

    нарушить условие παραβιάζω τον όρο•

    по -ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα•

    льготные -я ευνοϊκοί όροι.

    2. παλ.
    επίσημη συμφωνία•

    заключить условие κλείνω συμφωνία•

    подписать условие υπογράφω τη συμφωνία.

    3. άρθρο• παράγραφος•

    в договор включено условие о сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρογια τις προθεσμίες πληρωμής.

    4. πλθ. -я κανόνες• θεσμοί.
    5. πλθ. -я συνθήκες•

    -я труда συνθήκες εργασίας•

    -я жизни συνθήκες ζωής•

    при настоящих -ях στις σημερινές συνθήκες•

    ни при каких -ях σε καμιά περίπτωση.

    6. προύπόθεση• παράγοντας•

    необходимое условие απαραίτητη προύπόθεση (όρος).

    7. (μαθ.) όρος. || (μετην πρόθ. при και με προθτ. πτώση)•

    при условиеи με τον όρο, αν, εάν•

    при томусловиеи μ αυτόν τον όρο.

    || (με την πρόθ. под και οργν. πτ.) под -ем με (υπο) τον όρο.

    Большой русско-греческий словарь > условие

См. также в других словарях:

  • παραβιάζω — παραβιάζω, παραβίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραβιάζω — ΝΑ κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα νεοελλ. 1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία 2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι 3. κάνω κάτι εσπευσμένως 4 …   Dictionary of Greek

  • παραβιάζω — παραβίασα, παραβιάστηκα, παραβιασμένος 1. ανοίγω κάτι με τη βία: Οι κλέφτες παραβίασαν την πόρτα του σπιτιού. 2. αθετώ συμφωνία, παραβαίνω νόμο: Το Σύνταγμα της Ελλάδας παραβιάστηκε πολλές φορές. 3. κάνω κάποιον να βιαστεί, πιέζω, στενοχωρώ πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραβιάζω — παραβιάζομαι do pres subj act 1st sg παραβιάζομαι do pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβίαση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβιάζω, η με βίαιο τρόπο εισχώρηση ή διέλευση από κάπου 2. διάνοιξη κλειστού χώρου ή αντικειμένου με τη βία, διάρρηξη («παραβίαση τού χρηματοκιβωτίου») 3. (σχετικά με νόμο, καθιερωμένη τάξη, δίκαιο, έθιμο …   Dictionary of Greek

  • παρασπονδώ — παρασπονδῶ, έω, ΝΑ [παράσπονδος] παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία αρχ. 1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα 2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον 3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω 4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις… …   Dictionary of Greek

  • αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… …   Dictionary of Greek

  • ανακογχυλιάζω — ἀνακοχγυλιάζω (Α) 1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του 2. κάνω γαργάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κογχυλιάζω < κογχύλιον. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν] …   Dictionary of Greek

  • αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα …   Dictionary of Greek

  • απαραβίαστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να παραβιάσει κανείς («το χρηματοκιβώτιο βρέθηκε απαραβίαστο» «το απαραβίαστο των επιστολών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + παραβιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»