Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παρ'+ἀξίαν

  • 1 παρά

    1. πρόθ. I μετά αιτιατ.
    1) (место) при, около, возле, у;

    παρά την δημοσίαν οδόν — около, возле шоссе;

    2) несмотря на, вопреки, против;

    παρά την θέληση — против желания;

    παρά την υπόσχεση — вопреки обещанию;

    παρ' αξίαν незаслуженно;
    παρ' ελπίδα неожиданно, против всякого ожидания; 3) без; без чего-то, без малого;

    πέντε παρά τέταρτο — без четверти пять;

    ένα εκατοστάρικο παρά πέντε δραχμές — сто драхм без пяти;

    4) за исключением, кроме;

    δεν ζητώ παρά την ευύμένειάν σας — я ничего не прошу, кроме вашей благосклонности;

    II μετά γεν.
    1) у; от; со стороны;

    εδανείσθη παρά τού φίλου του — он взял взаймы у своего друга;

    έλαβα παρ' αυτού επιστολήν я получил от него письмо;
    2) в пассивных оборотах:

    πληροφορούμαι παρά τού τάδε — быть информированным кем-л.;

    τό επληροφορήθη παρά τού αδελφού του — он узнал это от своего брата;

    η ενέργεια του επεδοκιμάσθη παρά πάντων — его поступок был одобрен всеми;

    III μετά δοτ. (тк καθαρεύουσα) (при обознач, места) при, около, возле;

    παρά τω υπουργικώ συμβουλίω — при совете министров § έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα — ему всыпали по первое число;

    παρά ταΰτα — при всём этом, несмотря на это;

    παρά φύσιν — противоестественный;

    μέρα παρά μέρα — через день;

    παρ' ολίγον — или παρά λίγο — или παρά τρίχα — еле-еле, чуть-чуть; — ещё чуть-чуть и всё;

    2. σύνδ. чем, по сравнению с..., нежели;

    προτιμώ να φύγω παρά να περιμένω — я предпочитаю уйти, чем ждать;

    κάλλιο αργά παρά ποτέ — лучше поздно, чем никогда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παρά

  • 2 αξία

    η
    1) эк стоимость;

    ανταλλακτική αξία — меновая стоимость;

    αξία χρήσης — потребительная стоимость;

    ονομαστική αξία — номинальная стоимость;

    ο νόμος της αξίας — закон стоимости;

    2) цена, стоимость;

    αξία της οικίας — стоимость дома;

    αγοράζω σπίτι αξίας εκατό χιλιάδων — купить дом стоимостью в сто тысяч;

    δείγμα άνευ αξίας — бесплатный образец;

    3) ценность, достоинство; значение, важность;

    η αξία της ανακάλυψης — ценность, значение открытия;

    αξίατου βιβλίου — достоинство книги;

    4) заслуга;

    μετάλλιρν στρατιωτικής αξίας — медаль за военные заслуги;

    5) πλ. ценности, ценные бумаги;
    κινητές αξίες ценные бумаги; χρηματιστήριο[ν] αξιών биржа;

    § κατ' αξίαν — заслуженно, по заслугам; — по достоинству;

    παρ' αξίαν — незаслуженно, не по заслугам, не по достоинству

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αξία

См. также в других словарях:

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • παρυμνώ — έω, Α υμνώ παρ αξίαν, χωρίς να τό αξίζει κάποιος …   Dictionary of Greek

  • Σώπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κύπριος συγγραφέας σατιρικών δραμάτων, που έζησε στην εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου και του Πτολεμαίου. Έγραψε τα έργα Φακή, Βακχίς, Βακχίδος γάμος, Βακχίδος μνηστήρες, Ιππόλυτος, Γαλάται, Ευβουλοθεόμβρο τος, Κνιδία,… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»