-
61 промерзать
[πραμιρζάτ'] ρ. παγώνω -
62 замерзать
[ζαμιρζάτ"] ρ ξεπαγιάζω, παγώνω -
63 коченеть
[κατσινιέτ'] ρ μουδιάζω, παγώνω -
64 мёрзнуть
[μιόρζνουτ"] ρ κρυώνω, παγώνω -
65 морозить
[μαρόζιτ"] ρ παγώνω -
66 промерзать
[πραμιρζάτ'] ρ παγώνω -
67 вмёрзнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. вмерз, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вмерший, ρ.σ.παγώνω, στερεώνομαι, σφίγγομαι μέσα στον πάγο, κολλώ στον πάγο. -
68 встать
встану, встанешь, ρ.σ.1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•встать с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| σηκώνομαι από τον ύπνο•вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•
встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.
|| θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.
2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•луна -ла το φεγγάρι βγήκε•
солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.
4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•-ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.
5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•встать на ковер στέκομαι στο χαλί.
6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•
рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.
7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•часы -ли το ρολόι σταμάτησε.
|| παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•река -ла το ποτάμι πάγωσε.
εκφρ.встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•встать на колени – γονατίζω•- на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο. -
69 вызябнуть
-ет, παρλθ. χρ. вызяб, -ла, -ло, ρ.σ. (διαλκ.) παγώνω, καταστρέφομαι από τον πάγο•посевы -ли τα σπαρτά καταστράφηκαν από τον πάγο.
-
70 вымораживать
-
71 выморозить
-рожу, -розишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымороженный, βρ: -жен, -а, -оρ-.σ.μ.1. καταψύχω, παγώνω, ξεπαγιάζω.2. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω με το ψύχος•выморозить клопов εξοντώνω τους κοριούς με το ψύχος.
|| κρυώνω, ψύχω. -
72 дрогнуть
дрогнуть 1-ну, -нешь, παρλθ. χρ.дрог, -ла, -лоρ.δ.παγώνω, τρέμω από το κρύο, ριγώ, τουρτουρίζω.дрогнуть 2-ну, -нешь, παρλθ. χρ. -нул, -ла, -ло ρ.σ.1. σκιρτώ, ανασκιρτώ, ανατινάσσομαι, αναπηδώ (από ζωηρό αίσθημα). || τρεμοσβήνω. || αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω γρήγορα, απότομα (για φωνή, έκφραση προσώπου).2. διστάζω, αμφιβάλλω, αμφιρρέπω, (αμφι)ταλαντεύομαι, ενδοιάζω. -
73 задрогнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. -дрог, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. задрогший",ρ.σ. (απλ.) παγώνω, ξεπαγιάζω. || κρυώνω, ψύχομαι•рука -ла το χέρι κρύωσε.
-
74 зазнобить
-блю, -бишь ρ.σ.μ. (διαλκ.).1. παγώνω, ξεπαγιάζω, αΐτοξυλιάζω.2. αρχίζω να ριγώ.-блю, бишьρ.σ.μ.(διαλκ. κ. δημοτ. ποίηση) ερωτεύομαι. -
75 заковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. αλυσοδένω, δεσμεύω, βάζω στα δεσμά•арестантов -ли в кандалы στους συλληφθέντες πέρασαν τις χειροπέδες.
|| θωρακίζω, βάζω θώρακα. || μτφ. καταθλίβω, καταπιέζω, στενοχωρώ. || μτφ. παγώνω, ακινητοποιώ (ποτάμι λίμνη κ.τ.τ.).2. πιάνω (με το καρφί) θίγω τα νεύρα•лошадь хромает, ее -ли το άλογο κουτσαίνει, γιατί το ‘πιασαν με το καρφί.
3. αυνδέω με σφυρηλάτηση.αλυσοδένομαι, δεσμεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
76 заледенеть
ρ.σ. παγώνω, παγοσκεπάζομαι. || κρυώνω φοβερά, ‘ξεπαγιάζω, μαργώνω. -
77 замереть
-мру, -мрешь, παρλθ. χρ. замер, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замерший ρ.σ.1. κοκκαλώνω, μαρμαρώνω, παγώνω•замереть от страха κοκκαλώνω από το φόβο•
сердце -ло η καρδιά πάγωσε.
2. σταματώ, στέκομαι, νεκρώνω•работа -ла η δουλειά νέκρωσε•
движение -ло η κίνηση νέκρωσε.
|| (για λόγια, ήχους) σβήνω, ησυχάζω, χάνομαι, εκλείπω. -
78 замёрзнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. замерз-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замершийρ.σ.1. παγώνω, ψύχομαι•вода -ла το νερό πάγωσε.
|| καλύπτομαι, σκεπάζομαι•окно -ло το παράθυρο σκεπάστηκε από πάγο.
2. ξεπαγιάζω, μαργώυω. -
79 замораживать
-
80 заморозить
-ожу, -озишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замороженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. (κατα)ψύχω, παγώνω. || κρυαίνω.2. ξεπαγιάζω.3. μτφ. παγιώνω, καθηλώνω•заморозить зарплаты παγιώνω τις αποδοχές.
|| μτφ. ψυχραίνω.4. μπλοκάρω, αφήνω αχρησιμοποίητο.
См. также в других словарях:
παγώνω — παγώνω, πάγωσα, παγωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
παγώνω — πάγωσα, παγωμένος 1. μτβ., κάνω το υγρό στερεό. 2. κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός σώματος, το κρυώνω: Θέλω ένα ποτήρι παγωμένο νερό. 3. μτφ., προκαλώ τη δυσφορία: Μας πάγωσαν τα αστεία του. 4. αμτβ., κρυώνω, νιώθω πολύ κρύο: Παγώσαμε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχνώ — όω, ΝΑ [πάχνη] 1. κάνω κάτι συμπαγές, παγώνω 2. παθ. παχνοῡμαι, όομαι γίνομαι συμπαγής, παγώνω («παχνουμένου τοῡ πνεύματος», Πλούτ.) 3. παθ. καλύπτομαι από πάχνη 3. μτφ. προκαλώ θλίψη, τρόμο, τρομάζω, παγώνω κάποιον 4. παθ. μτφ. μένω κατάπληκτος … Dictionary of Greek
περιπαχνούμαι — όομαι, Α παγώνω από παντού, παγώνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παχνῶ / οῦμαι «παγώνω»] … Dictionary of Greek
περιψύχω — Α 1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια 2. παθ. περιψύχομαι καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.) 3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).… … Dictionary of Greek
καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
κρυσταλλώνω — και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, όω) [κρύσταλλος] μέσ. κρυσταλλοῡμαι, όομαι μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ. β. «εύρε δ αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)… … Dictionary of Greek
πάγωμα — το [παγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παγώνω, η μετατροπή υγρού ή ρευστού σε στερεό υπό την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών («το πάγωμα τού νερού») 2. ταπείνωση τής θερμοκρασίας ενός σώματος κάτω από το ανεκτό όριο, ψύξη 3. μτφ. α) πράξη… … Dictionary of Greek
συναποπήγνυμαι — Μ παγώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπήγνυμαι «παγώνω, πήζω»] … Dictionary of Greek