Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παίρνω+πίσω+το

  • 1 обратно

    επίρ.
    αντίστροφα, αντίθετα
    - ανα δρομικά•

    повернуть обратно γυρίζω πίσω•

    течь αναρρέω, παλιρροώ•

    обратно пропорциональный αντιστρόφως ανάλογα.

    || πίσω, προς τα πίσω•

    идти обратно πηγαίνω πίσω (επιστρέφω)•

    взять (получить) обратно παίρνω πίσω.

    || πάλι ξανά•

    пришл и обратно ушл ήρθε και ξανά έφυγε.

    Большой русско-греческий словарь > обратно

  • 2 отобрать

    отобрать 1) (выбрать ) διαλέγω 2) (взять) παίρνω πίσω» αφαιρώ
    * * *
    1) ( выбрать) διαλέγω
    2) ( взять) παίρνω πίσω, αφαιρώ

    Русско-греческий словарь > отобрать

  • 3 назад

    назад
    нареч (ό)πίσω, ὀπισθεν:
    шаг \назад ἕνα βήμα (προς τά) πίσω· возвращаться \назад γυρίζω πίσω· брать \назад παίρνω πίσω· ◊ два года тому́ \назад ἐδῶ καί δυό χρόνια, πρίν ἀπό δυό χρόνια.

    Русско-новогреческий словарь > назад

  • 4 обратно

    обратн||о
    нареч
    1. (назад) πίσω, προς τά (ό)πίσω:
    \обратно идти, ехать πηγαίνω (или γυρίζω) (ό)πίσα>, ἐπιστρέφω· давать \обратно δίνω πίσω, ἐπιστρέφω· брать \обратно παίρνω πίσω· туда и \обратно νά πᾶς καί νάρθεις· билет туда́ и \обратно είσιτήριο μέ ἐπιστροφή·
    2. (противоположно, наоборот) ἀντίστροφα, ἀντιστρόφως:
    \обратно пропорциональный мат ἀντιστρόφως ἀνάλογος· \обратно действующий ἀναδρομικός.

    Русско-новогреческий словарь > обратно

  • 5 воротить

    -очу, -отишь, ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, υποχρεώνω να επιστρέψει•

    воротить с полдороги γυρίζω (κάποιον) από τη μέση του δρόμου.

    2. επιστρέφω, αποδίδω, γυρίζω πίσω.
    3. παίρνω πίσω•

    отдать деньги легко, да воротить их трудно να δόσεις χρήματα είναι εύκολο, αλλά να τα πάρεις πίσω (να σου τα επιστρέψουν) είναι δύσκολο.

    -очу, -отишь ρ.δ. (απλ.)
    1. μ. στρέφω, γυρνώ στο πλευρό ή πίσω•

    воротить голову от света αποστρέφω το πρόσωπο από το φως.

    2. μ. αναστρέφω μετακινώ (πράγμα βαρύ, ογκώδες).
    3. διευθύνω, κουμαντάρω (επιχείρηση, υπόθεση).
    εκφρ.
    воротить нос ή морду ή рыло – αποστρέφομαι (κάποιον), του γυρίζω τις πλάτες, τα νώτα•
    с души -отит – αηδιάζω, μου ‘ρχεται νά κάνω μετά.
    βλ. вернуться.

    Большой русско-греческий словарь > воротить

  • 6 вернуть

    вернуть
    сов
    1. (отдать обратно) ἐπιστρέφω (μετ.):
    \вернуть долг ἐπιστρέφω τό χρέος·
    2. (получить обратно) παίρνω πίσω:
    \вернуть здоровье ἀποκτῶ ξανά τήν ὑγεία μου, ξαναβρίσκω τήν ὑγεία μου·
    3. (заставить вернуться) ἐπαναφέρω, γυρίζω πίσω.

    Русско-новогреческий словарь > вернуть

  • 7 take back

    1) (to make (someone) remember or think about (something): Meeting my old friends took me back to my childhood.) φέρνω πίσω/ θυμίζω
    2) (to admit that what one has said is not true: Take back what you said about my sister!) παίρνω πίσω

    English-Greek dictionary > take back

  • 8 выкупаться

    вы́купать||ся
    λούζομαι, λούομαι, κάνω μπάνιο, κάνω λουτρό.
    II
    выкупа́ть
    несов, выкупить сов
    1. (залог) ἐξαγοράζω, παίρνω πίσω τό ἐνέχυρο·
    2. (пленника) ἐξαγοράζω, πληρώνω τά λύτρα, ἀπολυτρώνω.

    Русско-новогреческий словарь > выкупаться

  • 9 отыграть

    отыграть
    сов, отыгрывать несов (проигранное) ξανακερδίζω, παίρνω πίσω τά χαμένα \отыграться (ξανα)κερδίζω τά χαμένα (στό παιγνίδι), βγάζω τά χαμένα (στό παιγνίδι).

    Русско-новогреческий словарь > отыграть

  • 10 eat one's words

    (to admit humbly that one was mistaken in saying something: I'll make him eat his words!) παίρνω πίσω τα λόγια μου

    English-Greek dictionary > eat one's words

  • 11 redeem

    [rə'di:m]
    1) (to buy back (something that has been pawned): I'm going to redeem my gold watch.) εξαγοράζω, παίρνω πίσω
    2) (to set (a person) free by paying a ransom; (of Jesus Christ) to free (a person) from sin.) εξαγοράζω την ελευθερία (ομήρου)/ λυτρώνω
    3) (to compensate for or cancel out the faults of: His willingness to work redeemed him in her eyes.) εξιλεώνω
    - redemption
    - past/beyond redemption
    - redeeming feature

    English-Greek dictionary > redeem

  • 12 retract

    [ri'trækt]
    (to pull, or be pulled, into the body etc: A cat can retract its claws; A cat's claws can retract.) ανασύρω/-ομαι, παίρνω πίσω, μαζεύομαι
    - retractable

    English-Greek dictionary > retract

  • 13 withdraw

    [wið'dro:]
    past tense - withdrew; verb
    1) (to (cause to) move back or away: The army withdrew from its position; He withdrew his troops; They withdrew from the competition.) αποσύρω / -ομαι
    2) (to take back (something one has said): She withdrew her remarks, and apologized; He later withdrew the charges he'd made against her.) παίρνω πίσω, ανακαλώ
    3) (to remove (money from a bank account etc): I withdrew all my savings and went abroad.) κάνω ανάληψη
    - withdrawn

    English-Greek dictionary > withdraw

  • 14 выкупить

    -плю, -пишь, ρ.σ.μ.
    1. εξαγοράζω, παίρνω πίσω το ενέχυρο.
    2. απολυτρώνω, απελευθερώνω με λύτρα.
    3. αγοράζω μέχρι και το τελευταίο, όλα.
    απολυτρώνομαι, απελευθερώνομαι με λύτρα.

    Большой русско-греческий словарь > выкупить

  • 15 отдёрнуть

    ρ.σ.μ. αναμερίζω τραβώντας, τραβώ•

    отдёрнуть в сторону занавеску αναμερίζω με τράβηγμα το κουρτινάκι.

    || αποτραβώ, παίρνω πίσω γρήγορα•

    отдёрнуть руку αποτραβώ γρήγορα το χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > отдёрнуть

  • 16 отсудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсуженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. παίρνω πίσω, επανακτώ δικαστικώς.
    (απλ.) τελειώνω το δικαστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > отсудить

  • 17 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 18 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 19 назад

    επίρ.
    πίσω, προς τα πίσω•

    сделать шаг назад κάνω ένα βήμα πίσω•

    пятиться назад βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοβατώ•

    поворотить (повернуть) назад γυρίζω (στρέφω) προς τα πίσω•

    заложить руки назад βάζω τα χέρια πίσω•

    взять своё слово παίρνω το λόγο μου πίσω (ανακαλώ)•

    взять назад своё рещние ανακαλώ την απόφαση μου•

    два дня тому назад πριν δυό μέρες•

    с месяц тому назад πριν ένα μήνα περίπου•

    год назад ένα χρόνο πριν•

    отдйй деньги назад δόσε πίσω τα χρήματα•

    туда и назад για μετάβαση και επιστροφή, αλλέ—ρετούρ.

    Большой русско-греческий словарь > назад

  • 20 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

См. также в других словарях:

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • επανακλίνω — ἐπανακλίνω (Α) 1. κατακλίνω κάποιον, τόν ξαπλώνω πάνω σε κάτι 2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα τής καρδιάς προς την άλλη 3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα …   Dictionary of Greek

  • αναδέχομαι — (Α ἀναδέχομαι) αναλαμβάνω την υποχρέωση για κάτι, γίνομαι εγγυητής, εγγυώμα μσν. νεοελλ. δέχομαι στην αγκαλιά μου το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, γίνομαι ανάδοχος, νονός αρχ. 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι 2. υποκύπτω, υπόκειμαι 3.… …   Dictionary of Greek

  • αποδέχομαι — (AM ἀποδέχομαι) 1. δέχομαι, παραδέχομαι 2. παίρνω, δέχομαι κάτι με ευχαρίστηση 3. εγκρίνω, επιδοκιμάζω 4. υποδέχομαι 5. ανέχομαι αρχ. μσν. 1. περιμένω 2. συμπεριφέρομαι φιλικά μσν. επιθυμώ αρχ. 1. γίνομαι οπαδός ή μαθητής κάποιου 2. επιτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • ξαναπαίρνω — 1. παίρνω πάλι κάτι 2. παίρνω πίσω κάτι που μού ανήκε …   Dictionary of Greek

  • αποσύρω — κ. σέρνω (AM ἀποσύρω) νεοελλ. 1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ 2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω 3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.) απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι αρχ. αποσπώ, απογυμνώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»