-
21 выпасть
-паду, -падешь, παρλθ. χρ. выпал, -ла, -ло, ρ.σ.1. πέφτω, πίπτω•зубы -ли τα δόντια έπεσαν.
|| βγαίνω•я -ал из игры βγήκα από το παιγνίδι.
|| βγαίνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι•-ло из памяти ξεχάστηκε εντελώς.
2. πέφτω στη γη•-ла рооа έπεσε δροσιά•
-ал сшг έπεσε χιόνι.
3. λαχαίνω•-ал жребий έπεσε ο κλήρος (λαχνός).
4. τυχαίνω, λαχαίνω, συμβαίνω•-ал трудный день έτυχε δύσκολη μέρα.
5. (αθλτ.) προβάλλω, προεκβάλλω.6. παλ. πηγάζω (για ποτάμια, ρυάκια).εκφρ.выпасть на долю – πέφτω στο μερίδιο. -
22 лечь
лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла-ло, προστκ. ляг ρ.σ.1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.
3. πέφτω, κάθομαι•платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.
4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•
могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.
6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.
-
23 налететь
-лечу, -летишьρ.σ.1. πετώντας πέφτω επάνω, επιπίπτω. || τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα προσκρούω•автомобиль -л на столб το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στύλο.
|| μτφ. συναντώ, τρακάρω•налететь на подлеца πέφτω σε παλιάνθρωπο.
2. ορμώ, επιτίθεμαι από τον αέρα.3. εισορμώ. || ρίχνομαι λαίμαργα.4. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, απειλές κ.τ.τ.5. (για άνεμο, θύελλα) ενσκήπτω. || καταλαμβάνομαι, κυρι|εύομαι (από αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.).6. εισβάλλω, πέφτω•на южные районы -ла саранча στις νότιες περιοχές έπεσε ακρίδα.
7. επικάθομαι, συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•на сткла -ла пыль στα τζάμια κάθησε σκόνη.
|| συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι από τα πέριξ. -
24 наскочить
-очу, -очишьρ.σ.1. προσκρούω, πέφτω επάνω, τρακάρω, προσκόπτω•корабль -ил на мину το πλοίο προσέκρουσε σε νάρκη.
|| παρευρίσκομαι τυχαία, πέφτω πάνω•наскочить на неприятную сцену πέφτω πάνω σε δυσάρεστη σκηνή.
2. χυμώ, ορμώ, εφορμώ, ρίχνομαι πάνω.3. μτφ. ρίχνομαι, επιτίθεμαι, αποπαίρνω, παραπαίρνω, κακοπαίρνω κάποιον•что ты на меня -йл? я тут не при чём τι ρίχτηκες σε μένα; εγώ δε φταίω τίποτε.
-
25 подпасть
ρ.σ. υποπίπτω, πέφτω κάτω απο•-под власть πέφτω κάτω από την εξουσία•
подвлияние πέφτω κάτω από την επίδραση.
-
26 сыпать
-плю, -плешь, προστκ. сыпьρ.σ.1. (για κοκκία, τρίμματα, ψιχεία, λεπτά τεμάχια)• ρίχνω•сыпать соль в суп ρίχνω αλάτι στη σούπα•
сыпать пшеницу в мешок ρίχνω σιτάρι στο τσουβάλι•
сыпать песок ρίχνω άμμο•
сыпать пулями ρίχνω βροχή τις σφαίρες•
сыпать вопросами (μτφ.) βομβαρδίζω με ερωτήσεις•
сыпать цифрами βομβαρδίζω με αριθμούς.
2. τινάζω, αφήνω να πέσει. || επιπάσσω, πασπαλίζω. || μτφ. μιλώ ακατάπαυστα, κοπανίζω, ψάλλω.3. προστκ. «сыпь» εμπρός, άρχισε.εκφρ.сыпать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα.1. ρίχνομαι, χύνομαι, πέφτω κατά λεπτά τεμάχια• τρίβομαι•штукатура -плется ο σοβάς πέφτει•
оскольки снарядов -лись вокруг меня τα θραύσματα των βλημάτων έπεφταν γύρω μου.
2. πετιέμαι, βγαίνω•искры -лись из-под подков σπίθες πετιούνταν από τα πέταλα.
3. πέφτω•снег -плется χιόνι πέφτει•
снаряды -лись τα βλήματα έπεφταν βροχή•
удары -плются τα χτυπήματα πέφτουν βροχή.
4. (αντ)ηχώ, ακούομαι από παντού.5. (για νψασμα) ξεφτίζω, πέφτω. -
27 хватить
хвачу, хватишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хваченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. βλ. хватать (1 σημ.).2. παίρνω, αποσπώ•хватить взятки παίρνω δωροδοκήματα.
3. πίνω, τραβώ,κατεβάζω.4. υποφέρω, περνώ, δοκιμάζω.5. επιτρέπω υπερβολές, ακρότητες• απομακρύνομαιπολύ, ξεφεύγω, προχωρώ πιο πέρα. || λέγω κάτι απερίσκεπτα, μου ξεφεύγει (ο λόγος, η κουβέντα).6. μ. χτυπώ δυνατά. || πέφτω (για σφαίρα, βλήμα κ.τ.τ.). || σπάζω, θραύω•хватить в дребезги συντρίβω, θρυμματίζω, κάνω συντρίμμια.
7. αποπλήττω, χτυπώ, επιφέρω αποπληξία. || βλάπτω, προξενώ ζημιά (για φυσικά φαινόμενα), морозом -ло рассаду ο πάγος έβλαψε το φυτώριο. || καταπιάνομαι, με κάτι, επ ιδίδομαι ζωηρά, καταγίνομαι. || απότομα ξεκινώ, τρέχω. || φεύγω (πηγαίνω μακριά).8. εμφανίζομαι ξαφνικά, επιπίπτω, πέφτω (για φυσικά φαινόμενα).9. απρόσ. φτάνω, επαρκώ.10. απρόσ. δύναμαι, μπορώ.11. απρόσ. φτάνει, αρκετά (σταμάτα).1. θυμούμαι (κάτι που ξέχασα).2. προσκρούω, πέφτω επάνω, χτυπώ.3. (απλ.) βλ. хвататься (1, 2 σημ.). -
28 падать
1. (сверху вниз, склоняться вниз низко опускаться) πέφτω 2. (уменьшаться, ослабевать, понижаться) πέφτ/ω, μειώνομαιкурс - ет (бирж., эк.) η τιμή (π.χ. του συναλλάγματος) - ειспрос - ет торг. - ει η ζήτησηтемпература - ет тех. - ει η θερμοκρασίαцены - ют эк. οι τιμές - ουν3. (об излучении, напр. света) προσπίπτω, πέφτω 4. (об ударении в словах) πέφτ/ωударение - ет на последний слог ο τόνος - ει στη λήγουσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > падать
-
29 выпадать
выпадать, выпасть 1) πέφτω книга выпала у меня из рук το βιβλίο μου έπεσε απ' τα χέρια 2) (об осадках): выпало много дождей έχουν πέσει πολλές βροχές выпал снег χιόνισε, έπεσε χιόνι* * *= выпасть1) πέφτωкни́га вы́пала у меня́ из рук — το βιβλίο μου έπεσε απ; τα χέρια
2) ( об осадках)вы́пало мно́го дожде́й — έχουν πέσει πολλές βροχές
вы́пал снег — χιόνισε, έπεσε χιόνι
-
30 лезть
лезть 1) (наверх) σκαρφαλώνω 2) (входить) μπαίνω 3) (о волосах, мехе) πέφτω* * *1) ( наверх) σκαρφαλώνω2) ( входить) μπαίνω3) (о волосах, мехе) πέφτω -
31 лечь
лечь ξαπλώνω* πλαγιάζω (β постель)' \лечь спать πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω* * *ξαπλώνω; πλαγιάζω ( в постель)лечь спать — πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω
-
32 навзничь
-
33 облетать
-
34 отчаяние
отчаяние с η απελπισία* приходить в \отчаяние πέφτω σε απελπισία* * *сη απελπισίαприходи́ть в отча́яние — πέφτω σε απελπισία
-
35 попадать
попадать, попасть 1) (очутиться) πέφτω, βρίσκομαι· как попасть на вокзал? πώς μπορώ να βγω στο\ σταθμό; 2) (в цель) πετυχαίνω ◇ \попадать в беду παθαίνω συμφορά* * *= попасть1) ( очутиться) πέφτω, βρίσκομαιкак попа́сть на вокза́л? — πώς μπορώ να βγω στο σταθμό
2) ( в цель) πετυχαίνω••попада́ть в беду́ — παθαίνω συμφορά
-
36 прийти
прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα* * *1) έρχομαι, φτάνωприйти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι
прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος
2) (к чему-л.) καταλήγωприйти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία
прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
3) ( в какое-либо состояние)прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ
••мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα
-
37 проваливаться
проваливаться, провалиться 1) πέφτω κάτω 2) (на экзамене) αποτυχαίνω* * *= провалиться1) πέφτω κάτω2) ( на экзамене) αποτυχαίνω -
38 рухнуть
-
39 спать
спать κοιμούμαι; ложиться \спать πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω; я хочу \спать θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω* * *ложи́ться спать — πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω
я хочу́ спать — θέλω να κοιμηθώ, νυστάζω
-
40 улечься
улечься ξαπλώνω, πλαγιάζω; \улечься в постель πέφτω στο κρεβάτι* * *ξαπλώνω, πλαγιάζωуле́чься в посте́ль — πέφτω στο κρεβάτι
См. также в других словарях:
πέφτω — πέφτω, έπεσα, πεσμένος βλ. πίν. 193 Σημειώσεις: πέφτω : από το αρχαίο ρ. πίπτω έχει επιβιώσει η μτχ. αορίστου πεσόντες (για νεκρούς σε πεδίο μάχης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
πέφτω — έπεσα, πεσμένος 1. ρίχνομαι κάτω, γκρεμίζομαι: Έπεσε από το γεφύρι και πνίγηκε στο ποτάμι. 2. καταντώ: Έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. 3. αποσπώμαι, βγαίνω από τη θέση, καταρρέω: Έπεσαν τα μαλλιά της κι έγινε σαν μαδημένη κότα. – Έπεσαν πολλά σπίτια από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek
κακοπέφτω — (Μ κακοπέφτω) κάνω κακό γάμο, κακοπαντρεύομαι νεοελλ. 1. πέφτω σε δυσάρεστη θέση, σε κακά χέρια 2. πέφτω επικίνδυνα μσν. 1. πέφτω σε δυστυχία 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, αποτυχαίνω 3. έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάποιον … Dictionary of Greek
καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… … Dictionary of Greek
καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση … Dictionary of Greek