-
121 пункт
-а α.1. σημείο•стратегический στρατηγικό σημείο•
наблюдательный пункт το παρατηρητήριο•
сборный пункт σημείο συγκέντρωσης•
поворотный пункт καμπή, στροφή.
2. σταθμός•командный пункт σταθμός διοίκησης•
медицинский пункт σταθμός πρώτων βοηθειών.
|| τόπος, μέρος• χώρος•населенный пункт κατοικημένο μέρος.
3. σημείο, μέρος (κειμένου, λόγου κ.τ.τ.).σημείο ανάπτυξης•кульминационный пункт το ύψιστο σημείο, το κορύφωμα, ο κολοφώνας.
4. (τυπγρ.) η στιγμή.εκφρ.по -ам ή пункт за -ом – κατ άρθρο ένα-ένα, με τη σειρά. -
122 пустошь
-и θ.μέρος, τόπος ανοικοδόμητος ή ακαλλιέργητος. -
123 пятачок
-чка α.1. βλ. пятак.2. ρύγχος, μουσούδα.3. τόπος, γήπεδο ομαλό. -
124 рай
рая, προθτ. о рае, в раю α. (θρησκ.) Παράδεισος. || μτφ. τόπος με ιδανικές συνθήκες ζωής.εκφρ.земной рай ή рай земной – επίγειος παράδεισος. -
125 рандеву
ουδ. άκλ. παλ. ραντεβού, συνάντηση, συνέντευξη (κυρίως ερωτική). || τόπος συνέντευξης. -
126 рассадник
-а α.1. φυτώριο (φυτά ή τόπος)•семенной рассадник το σπορείο•
рассадник цветов φυτώριο λουλουδιών.
2. μτφ. φωλιά, εστία•рассадник заразы εστία μόλυνσης.
-
127 редколесье
-я ουδ.δάσος αραιό• τόπος α-ραιόδεντρος. -
128 резервация
-и θ.1. εφεδρεία. || επιφύλαξη δικαιώματος.2. τόπος εκδίωξης των ιθαγενών•резервация индейцев в США εκδίωξη των ερυθρόδερμων σε άγονα μέρη στις ΗΠΑ.
См. также в других словарях:
Τόπος νοητός — (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
τόπος — place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οὐχ ὁ τόπος τὸν ἄνδρα, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ αὐτὸν ἔντιμον ποιεῖ. — См. Не место человека красит, но человек место … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία … Dictionary of Greek
Κρανίου τόπος — Βλ. λ. Γολγοθάς … Dictionary of Greek
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek