-
21 культура
культу́р||аж1. ὁ πολιτισμός, ἡ πνευματική καλλιέργεια, ἡ μόρφωση, ἡ κουλτούρα:дворец \культураы τό μέγαρο τοῦ πολιτισμοί2. с.-х. ἡ καλλιέργεια:зерновые \культураы τά δημητριακά· технические \культураы οἱ τεχνικές καλλιέργειες, ἡ καλλιέργεια βιομηχανικών φυτών бахчевые \культураы ἡ καλλιέργεια μποστανικών ◊ физическая \культура ἡ σωματική ἀγωγή. -
22 культурность
культурностьж ὁ πολιτισμός, ἡ κουλτούρα. -
23 национальностьый
национальность||ыйприл ἐθνικός:\национальностьыйая культу́ра ὁ ἐθνικός πολιτισμός· \национальностьыйый гимн ὁ ἐθνικός ὕμνος· \национальностьыйый доход τό ἐθνικό είσόδημα· \национальностьыйое меньшинство́ ἡ ἐθνική μειονότης. -
24 цивилизация
цивилиз||ацияж ὁ πολιτισμός. -
25 μινωικός
η, ό[ν] ист. минойский;μινωικός πολιτισμός — минойская культура
-
26 ελληνοχριστιανικός
ελληνοχριστιανικός, -ή, -όгрекохристианский:ελληνοχριστιανική παράδοση — грекохристианская традиция,
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ελληνοχριστιανικός
-
27 civilisation
1) (the act of civilizing, or process or state of being civilized.) εκπολιτισμός2) (a civilized people and their way of life: the ancient civilizations of Egypt and Greece.) πολιτισμός -
28 civilization
1) (the act of civilizing, or process or state of being civilized.) εκπολιτισμός2) (a civilized people and their way of life: the ancient civilizations of Egypt and Greece.) πολιτισμός -
29 culture
1) (a form or type of civilization of a certain race or nation: the Jewish culture.) πολιτισμός2) (improvement of the mind etc by education etc: He was an enthusiastic seeker of culture.) καλλιέργεια, κουλτούρα3) (educated taste in art, literature, music etc: He thinks that anyone who dislikes Bach is lacking in culture.) καλλιέργεια4) ((a) cultivated growth of bacteria etc.) καλλιέργεια5) (the commercial rearing of fish, certain plants etc.) καλλιέργεια•- cultural- cultured -
30 the West
(Europe and North and South America.) η Δύση, ο Δυτικός πολιτισμός -
31 культура
[κουλ'τούρα] ουσ. θ. πολιτισμός -
32 цивилизация
[τσυβιλιζάτσυγια] ουσ. θ. πολιτισμός -
33 культура
[κουλ'τούρα] ουσ θ πολιτισμός -
34 цивилизация
[τσυβιλιζάτσυγια] ουσ θ πολιτισμός -
35 интеллигентность
-и θ.πολιτισμός, μόρφωση, πνευματική ανάπτυξη. -
36 низкий
επ., βρ: -зон, -зка, -зко; ниже; низший κ. нижайший.1. χαμηλός• μικρός•низкий дом χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)•
низкий каблук μικρό τακούνι•
низкий рост μικρό ανάστημα•
-ое давление пара χαμηλή πίεση του ατμού•
низкий уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
2. κατώτερος•ситец -ого качества τσιτάκι κατώτερης ποιότητας.
|| μη αναπτυγμένος, καθυστερημένος•-ая культура μη αναπτυγμένος πολιτισμός.
3. (απλ.) απλός, συνηθισμένος.4. άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός.5. ευτελούς καταγωγής• κατώτερος•-ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
-ое звание κατώτερος βαθμός.
6. παλ. περιφρ. απλός, λαϊκός.7. (για ήχο, φωνή) χαμηλός, βαθύς, μπάσος.εκφρ.низкий лоб – μικρό (στενό) μέτωπο•поклон – εδαφιαία υπόκλιση. -
37 расцвести
-ету, -етшь, παρλθ. χρ. расцвл-цвела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. расцветшийρ.σ.ανθίζω, λουλουδίζω•миндаль -цвл η μυγδαλιά άνθισε•
сирень в саду -цвела η πασχαλιά στον κήπο άνθισε.
|| μτφ. ομορφαίνω, γίνομαι σαν το λουλούδι. || χαίρω, γίνομαι χαρούμενος•лицо -цвело улыбкой το πρόσωπο έλαμψε από το χαμόγελο.
|| μτφ. ακμάζω•-ла культура άνθισε ο πολιτισμός.
-
38 романистика
-и θ.ο ρωμαϊκός πολιτισμός. -
39 романский
επ.ρωμαϊκός, λατινικός•-ая культура ρωμαϊκός πολιτισμός. -
40 цивилизованность
-и θ.πολιτισμός.
См. также в других словарях:
πολιτισμός — administration of public affairs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
ελλαδικός πολιτισμός — Πολιτισμός που άκμασε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την περίοδο του χαλκού. Η περίοδος αυτή άρχισε περίπου από το 2800 π.Χ. και συνεχίστηκε έως το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η τελευταία της φάση, η υστεροελλαδική (1580 1100 π.Χ.), ταυτίστηκε με… … Dictionary of Greek
αχελαίος πολιτισμός — Πολιτισμός της παλαιάς λίθινης ή παλαιολιθικής εποχής, που αντιπροσωπεύεται, όπως και στην προηγούμενη αμπεβίλιο ή χελαία βαθμίδα, από ιδιαίτερα εργαλεία από πυρίτιο που λέγονται αμύγδαλα λόγω του αμυγδαλοειδούς σχήματός τους. Τα εργαλεία αυτά,… … Dictionary of Greek
Ρεμεντέλο πολιτισμός — Πολιτισμός της χαλκολιθικής εποχής και της πρώιμης εποχής του ορείχαλκου στη Β. Ιταλία, (τέλος της 3ης και αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.). Πήρε το όνομά του από τη νεκρόπολη Ρεμεντέλο Σότο, που βρίσκεται στη Λομβαρδία. Στο τέλος του 19ου και αρχές … Dictionary of Greek
Ταρντενουά, πολιτισμός — Πολιτισμός της μεταγενέστερης μεσολιθικής εποχής της 4ης χιλιετίας π.Χ. Πήρε την ονομασία αυτή από τους καταυλισμούς των περιχώρων της γαλλικής πόλης Φερ αν Ταρντενουά. Ο Τ.π. για τον οποίο πρώτος μίλησε το 1896 ο Γ. Μορτιλιέ, διαδόθηκε, εκτός… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — ο 1. το σύνολο των δημιουργημάτων του ανθρώπου για την καλυτέρευση της ζωής του. 2. ήμερα ήθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπεβίλιος πολιτισμός — (abbevillian). Πολιτισμός της κατώτερης παλαιολιθικής περιόδου, που χαρακτηρίζεται κυρίως από τα αμυγδαλοειδούς σχήματος χονδροειδή λαξευτά εργαλεία. Ονομάστηκε έτσι από τη γαλλική πόλη Αμπεβίλ, γιατί στην ευρύτερη περιοχή της ο μελετητής της… … Dictionary of Greek
Βιλανόβα, πολιτισμός της- — (Villanova). Το 1853 ανακαλύφθηκε στο χωριό Βιλανόβα, κοντά στην πόλη Μπολόνια της βόρειας Ιταλίας, ένας μικρός τάφος, που με την κατασκευή και τα ιδιόμορφα ευρήματά του χαρακτήρισε μια ολόκληρη πολιτιστική περίοδο της αρχαίας Ετρουρίας. Ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Μαγκλεμόσε, πολιτισμός του- — Προϊστορικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε στη βόρεια Ευρώπη, μεταξύ της 10ης και της 6ης χιλιετίας π.Χ. Ονομάστηκε έτσι από τον οικισμό Μαγκλεμόσε της μεσολιθικής εποχής, που ανακαλύφθηκε κοντά στη δανέζικη πόλη Μούλερουπ. Από τις αρχαιολογικές… … Dictionary of Greek