-
1 стрелка
-и θ.1. μικρό βέλος.2. δείκτης μικρός•стрелка компаса ο δείκτης της πυξίδας.
|| δείκτης οδικός.3. δείκτης κατεύθυνσης (στοχάρτη κ.τ.τ.).4. στέλεχος λουλουδιού. || φύλλο φυτού ξιφοειδές. || φυντανάκι. || στενή λωρίδα γης (σχηματιζόμενη στη συμβολή δυο ποταμών), γλώσσα. -
2 указатель
указательм1. (знак, надпись и т. п.) ὁ δείκτης:дорожный \указатель ὁδικός δείκτης·2. (для справок) ὁ ὁδηγός (книга)/ ὁ πίνακας (в книге):алфавитный \указатель ὁ ἀλφαβητικός πίναξ· библнографический \указатель ὁ βιβλιογραφικός πίνακας· железнодорожный \указатель ὁ ὁδηγός σιδηροδρομικών συγκοινωνιών3. (прибор, стрелка) ὁ δείκτης. -
3 указатель
-я α.1. δείκτης•дорожный указатель οδικός δείκτης•
указатель скорости δείκτης ταχύτητας.
2. οδηγός (βιβλίο με οδηγίες).3. πίνακας•библиографический указатель βιβλιογραφικός πίνακας•
указатель имн πίνακας ονομαστικός.
-
4 нуль-индикатор
1. (в мостовых схемах измерения) о δείκτης-μηδένο ανιχνευτής της (μηδενικής) τάσης2. (указатель отклонения от заданного пеленга относительно радиомаяка) о δείκτης της αριστερής/δεξιάς απόκλισης (σε σχέση με το ραδιοφάρο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль-индикатор
-
5 стрелка
1. (на чертеже, рисунке) το βελάκιη αιχμή του βέλους2. (измерительного прибора) η βελόνη (του δείκτη)ο δείκτης3. ж.-д. η κλείς(αλλαγής τροχιάς), разг. το κλειδίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стрелка
-
6 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
7 ориентир
-
8 ориентир
ориентирм τό σήμα, τό σημείο προσανατολισμού, σημεῖο[ν] ἀναγνωρίσεως, ὁ δείκτης:световой \ориентир ὁ φωτεινός δείκτης, τό φωτεινό σινιάλο· выбрать правильный \ориентир διαλέγω σωστό προσανατολισμό, παίρνω ὁρθή κατεύθυνση. -
9 указательный
указатель||ныйприл δηκτικός:\указательныйная стрелка ὁ δείκτης· \указательныйное местоимение грам. ἡ δεικτική ἀντωνυμία· ◊ \указательныйный палец ὁ δείχτης, ὁ δείκτης, ὁ λιχανός. -
10 отклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω•отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.
|| λυγίζω•-ветку λυγίζω το κλαδάκι.
|| αποκλίνω παρεκκλίνω•изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.
|| κινώ, κουνώ•отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.
|| απομακρύνω•отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.
2. αποτρέπω, εμποδίζω•он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,
3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•
отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.
1. αποκλίνω•стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.
|| εκκλίνω, αποφεύγω•от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•-от темы ξεφεύγω από το θέμα.
-
11 указательный
επ.δεικτικός•-ая стрелка ο δείκτης (η βελόνη)•
- ое местоимение (γραμμ.) δεικτική αντωνυμία•
указательный палец ο δείκτης (δάχτυλο), λιχανός.
-
12 бензоуказатель
ο δείκτης (στάθμης) της βενζίνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензоуказатель
-
13 бонитет
1. лес. о δείκτης ποιότητας της αναδάσωσης 2. (платёжеспособность) η φερεγγυότητα, το αξιόχρεο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бонитет
-
14 вакуумметр
ο δείκτης κενούο μετρητής κενούτο κενόμετρο. гидростатический - υδροστατικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумметр
-
15 водоуказатель
ο υδατοδείκτης, ο υδρο-δείκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водоуказатель
-
16 дальномер
(телеметр) το τηλέμετρο, το διαστημόμετρο, ο δείκτης των αποστάσεωνбинокулярный - см. стереоскопический -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дальномер
-
17 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
18 дифманометр
το διαφορικό μανόμετρο, (на малые перепады, обычно жидкостный) το διαφορικό μανόμετρο με στήλη υγρού(на большие перепады обычно механический) το διαφορικό μανόμετρο με ελατήριο ή μεμβράνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дифманометр
-
19 известитель
το ενημερωτικό σύστημα, ο δείκτης ενημέρωσης/αναγγελίας/συναγερ-μούмаршрутный - πορείας (αναγγελίες στάσεων κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > известитель
-
20 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
См. также в других словарях:
δείκτης — exhibitor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ … Dictionary of Greek
δείκτης — ο βλ. δείχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖκτα — δείκτης exhibitor masc voc sg δείκτης exhibitor masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτῶν — δείκτης exhibitor masc gen pl δεικτός capable of proof fem gen pl δεικτός capable of proof masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτῃσιν — δείκτης exhibitor masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek