-
1 вероятностный
πιθανοκρατικός, ο έχων πιθανότητες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вероятностный
-
2 вогнутый
1. (о зеркале, линзе, поверхности и т.п.) κοίλος 2. (о форме зеркала антенны) κοίλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вогнутый
-
3 двутавровый
ο έχων τομή διπλού Τ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двутавровый
-
4 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
5 многозначный
1. мат. (о) έχων πολλές τιμές 2. лингв. πολυσήμαντος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многозначный
-
6 однозначный
1. (тождественный по смыслу, значению) ταυτόσημος 2 мат. (о) έχων μια τιμή 3. (имеющий только одно значение) μονοσήμαντος, μονόσημος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > однозначный
-
7 весомый
весомыйприл тж. перен σταθμητός, ὁ ἔχων βάρος, βαρύς. -
8 падкий
падкийприл ὁ ἔχων ἀδυναμίαν σέ κάτι:он падок до сладкого ἔχει ἀδυναμία στά γλυκίσματα. -
9 разрядник
разрядникм спорт. ὁ ἔχων ἀθλητική κατηγορία. -
10 licensee
noun (a person to whom a licence (especially to keep a licensed hotel or public house) has been given.) εξουσιοδοτημένος, έχων άδεια -
11 разрядник
[ραζργιάντνικ] ουσ. α (σπορ) ο έχων αθλητική κατηγορία -
12 разрядник
[ραζργιάντνικ] ουσ α (σπορ) ο έχων αθλητική κατηγορία -
13 плутоватый
επ.1. του απατεώνα, κατεργάρικος.2. έχων κλίση γι,α απάτη. -
14 превосходительный
επ.έχων τίτλον εξοχότητας. -
15 прорезной
επ.κοφτός•прорезной карман κοφτή• τσέπη.
|| με εγκοπή, έχων εγκοπή. -
16 черногривый
επ., βρ: -грив, -а, -оέχων μαύρη χαίτη. -
17 четырёхосный
επ.έχων τέσσερις άξονες. -
18 Animate
v. trans.Bring back to life: P. ἀναβιώσκεσθαι.Encourage: see Encourage.——————adj.P. ψυχὴν ἔχων, P. and V. ἔμψυχος.The animate world: P. τὰ περὶ ἡμᾶς ζῷα (Plat., Rep. 510A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Animate
-
19 Direction
subs.Guidance, act of guiding: P. ὑφήγησις, ἡ.Management: P. διοίκησις, ἡ, διαχείρισις, ἡ.Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό.Leadership: P. ἡγεμονία, ἡ.Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό; see Command.Road: P. and V. ὁδός, ἡ.In what direction? P. and V. ποῖ; V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681); indirect, P. and V. ὅποι.In every direction: P. πανταχόσε, Ar. and P. πανταχοῖ.One in one direction, one in another: P. and V. ἄλλος ἄλλοσε.Keeping his eyes in one direction, his thoughts in another: ἄλλοσʼ... ὄμμα θἀτέρᾳ δε νοῦν ἔχων (Soph., Tr. 272).Out of its true direction ( of a weapon): P. ἔξω τῶν ὅρων τῆς αὑτοῦ πορείας (Antiphon, 121).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Direction
-
20 Do
v. trans.P. and V. ποιεῖν, πράσσειν, δρᾶν, V. ἔρδειν.Accomplish: P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, ἐπεξέρχεσθαι, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, V. ἐξανύτειν, ἐκπράσσειν, τελεῖν (rare P.), ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν.Wish to do: Ar. and V. δρασείειν.Turn out: P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν; see turn out.Fire: P. and V. πράσσειν.Have an injury done one: P. and V. κακῶς πάσχειν.Have a favour done one: P. and V. εὖ πάσχειν.They know what he did to those of the Amphipolitans who gave the city up to him: P. ἴσασι ἃ Ἀμφιπολιτῶν ἐποίησε. τοὺς παραδόντας αὐτῷ τὴν πόλιν (Dem. 10).What shall I do with? P. and V. τί χρήσομαι; (dat.).Not knowing what to do with him: P. οὐκ ἔχων ὅ, τι χρήσαιτο αὐτῷ (Plat., Prot. 320A).What have you to do with...? P. and V. τί σοι μέτεστι; (gen.), P. σοι τίς μετουσία; (gen.).It has nothing to do with this law: P. οὐδὲν κοινωνεῖ τῷ νόμῳ τῷδε (Dem. 759).I think none of these things have anything to do with me: P. οὐδὲν ἡγοῦμαι τούτων εἶναι πρὸς ἐμέ (Dem. 245).Have done with: P. and V. χαίρειν ἐᾶν (acc.).Tell me and have done with it: P. εἰπὼν ἀπαλλάγηθι (Plat., Gorg. 491C).Do without, dispense with: P. and V. ἐᾶν (acc.), μεθιέναι (acc.).Be lacking in: P. and V. ἀπορεῖν (gen.), δεῖσθαι (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Do
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔχων — ἔχω check pres part act masc nom sg χάω imperf ind act 3rd pl χάω imperf ind act 1st sg χόω throw imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χόω throw imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ τὸν ἕτερον πόδα φασὶν, ἐν τῇ σορῷ ἔχων. — καὶ τὸν ἕτερον πόδα φασὶν, ἐν τῇ σορῷ ἔχων. См. Одной ногой в могиле … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. — φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. См. Друзей у богатых, что мякины около зерна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
Number of the Beast — For other uses, see Number of the Beast (disambiguation). The number of the beast is 666 by William Blake. The Number of the Beast (Greek: Άριθμὸν τοῦ θηρίου, Arithmon tou Thēriou) is a term … Wikipedia
ВХОД ГОСПОДЕНЬ В ИЕРУСАЛИМ — Описанное 4 евангелистами (Мф 21. 1 11; Мк 11. 1 11; Лк 19. 28 40; Ин 12. 12 19) одно из главных событий последних дней земной жизни Господа Иисуса Христа Его торжественное прибытие в Иерусалим накануне праздника Пасхи, к рое хронологически и… … Православная энциклопедия
Nombre de la Bête — Papyrus 115, La flèche rouge indique ΧΙΣ (616), le nombre de la Bête Le nombre de la Bête ou chiffre de la Bête[1] est contenu dans l Apocalypse de Jean, au chapitre 13, verset 18. Ce nombre est … Wikipédia en Français
Число зверя — … Википедия
CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… … Dictionary of Greek