-
1 δικαζόμενοι
δικάζωBis Acc.pres part mp masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
δικαζόμενοι — δικάζω Bis Acc. pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δικαζόμενοι
δικαζόμενοι — δικάζω Bis Acc. pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)