-
121 ὀτρηρός
ὀτρηρός, 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von ϑεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων ϑεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.
-
122 ὀξυόεις
-
123 ἀγχί-νοος
ἀγχί-νοος, - νους, schnellauffassend, scharfsinnig, Hom. einmal, Odyss. 13, 332 ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων, Scholl. ταχὺς περὶ τὸ νοῆσαι; Plat. verb. mit εὐμαϑής u. μνήμων Legg. V, 747 b, mit ὀξύς Theaet. 144 a; διὰ τὸ ἀγχ. εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο Xen. Cvr. 1, 4, 3; – ἀγχινούστερος Aesop. 57. – Adv. ἀγχίνως, Arist.
-
124 ἀ-καρής
ἀ-καρής, ές (VLL. βραχύς, ὀξύς, ὃν οὐχ οἷόντε κεῖραι, von den Atticisten empfohlen), von der Zeit, kurz: ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ Ar. Plut. 244; ἀκαρὲς ὥρας Plut. Ant. 28 Adv. St. 8 u. öfter; ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου Luc. Char. 14 Tim. 3, 23; ohne χρόνου Asin. 37 u. öfter; ἀκαρὴς πεφιλιππίδωται Alex. Ath. XII, 522 e; beinahe, ὁρᾷς; ἀκαρὴς παρόλωλας ἀρτίως Men. E. M. 45, 22. – Adverbial: ἀκαρῆ, Ar., ausgehend von Stellen, wie Av. 1649 τῶν πατρῴων οὐδ' ἀκαρῆ μέτ-εστί σοι, Vesp. 701 Nub. 488, bes. mit der Negation, χρήσιμός ἐστ' οὐδ' ἀκαρῆ Vesp. 541; ὅτι οὐδ' ἀκαρῆ δανείσοι Dem. 50, 56; παρ' ἀκαρῆ, beinah, Axioch. 366 c; – τὸ ἀκαρές, der Ring am kleinen Finger, Poll. 5, 100.
-
125 ἠρεμαῖος
ἠρεμαῖος (vgl. ἠρέμα), ruhig; γένεσις Plat. Polit. 306 e, nachher durch ἡσυχαῖος, βραδύς u. ä. erkl., dem σφοδρός, ὀξύς entgeggstzt, wie σμικρὰ καὶ ἠρεμαῖα verbunden ist Legg. V, 733 c; πῠρ, gelindes Fieber, Hippocr.; ἠρεμαιότερον, Arist. Meteor. 2, 8, Bekker ἠρεμαίτερον. – Adv. ἠρεμαίως, z. B. προςάγεσϑαι τῷ χαλινῷ, entgeggstzt dem ἐξαπιναίως σπᾶν, Xen. Equ. 9, 5; Sp. S. auch ἠρεμής.
-
126 ἠκής
-
127 ἡσύχιος
ἡσύχιος, ον, = ἥσυχος; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσϑαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Ggstz von ταχύς u. ὀξύς, Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον ἦϑος Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ ἀπράγμων βίος Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασϑαι Plat. Theaet. 179 e.
-
128 διαμυκτηριζω
издеваться, осмеиватьὀξὺς διαμυκτηρίσαι Diog.L. — беспощадный в своих насмешках, язвительный
См. также в других словарях:
ὀξύς — 2 sharp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
οξύς — ( έος), εία, ύ 1. αυτός που καταλήγει σε αιχμηρό άκρο, αλλ. μυτερός, σουβλερός: Οξύ βέλος, εργαλείο. 2. για όργανο που κόβει, ο κοφτερός: Οξύ μαχαίρι, ξυράφι κτλ. 3. μτφ., διαπεραστικός, λεπτός: Οξύ βλέμμα, οξεία κραυγή. 4. έντονος, ζωηρός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὀξυτάτων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτάτως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρω — ὀξύς 2 sharp masc/neut nom/voc/acc dual ὀξύς 2 sharp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξέσι — ὀξύς 2 sharp neut dat pl (epic) ὀξύς 2 sharp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)