Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ομαι

  • 61 подбеливать

    ρ.δ.μ.
    βλ. подбелить.
    ασπρίζω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подбеливать

  • 62 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 63 посягнуть

    ρ.σ.
    επιβουλεύω, -ομαι• αγγίζω, θίγω, πειράζω, διανοούμαι να βλάψω.

    Большой русско-греческий словарь > посягнуть

  • 64 потухнуть

    -ну, -нешъ, παρλθ. χρ. потух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. потухший κ. потухнувший ρ.σ.
    1. σβήνω, -ομαι•

    костер -ух η φωτιά έσβησε•

    лампа -ла η λάμπα έσβησε.

    || άτονος, άψυχος, χωρίς ζωηράδα (για μάτια).
    2. μτφ. χάνομαι., εξαφανίζομαι•

    мысль о нём не -ла η σκέψη γι αυτόν δεν έσβησε.

    Большой русско-греческий словарь > потухнуть

  • 65 пробелить

    ρ.σ.μ.
    1. ασπρίζω, ασβεστώνω•

    стены ασβεστώνω τους τοίχους.

    || λευκαίνω•

    пробелить полотно λευκαίνω το ύφασμα.

    2. ασπρίζω, ασβεστώνω (για ένα χρον. διάστημα)1 пробелить целый день потолок ασβεστώνω όλη τη μέρα την οροφή.
    λευκαίνομαι, ασπρίζω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пробелить

  • 66 прокурить

    -курю, -куришь, παθ. μτχ. παρλθ. прокуренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. καπνίζω•

    он -ил всю квартиру αυτός κάπνισε όλο το διαμέρισμα.

    2. ζοδεύω στο κάπνισμα/-ил я много денег μού φυγαν πολλά λεφτά στο κάπνισμα.
    3. καπνίζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    прокурить до поздней ночи καπνίζω ως αργά τη νύχτα.

    καπνίζομαι, γεμίζω καπνό.
    υ-ποκαιω, -ομαι, υποθάλπω.

    Большой русско-греческий словарь > прокурить

  • 67 рад

    -а, -о
    ως κατηγ.
    1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•

    я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•

    я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•

    мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•

    ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).

    2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•

    я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.

    εκφρ.
    и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων.

    Большой русско-греческий словарь > рад

  • 68 разбежаться

    ρ.σ.
    1. (για μερικούς ή πολλούς)τρέχω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι. || μτφ. διαδίδομαι.
    2. παίρνω φόρα.
    εκφρ.
    глаза -лись – θάμπωσαν τα μάτια μου (ζαλίστηκα) λόγω πληθώρας αντκει-μένων.

    Большой русско-греческий словарь > разбежаться

  • 69 разболтать

    ρ.σ.μ.
    1. ανακατώνω, αναταράσσω, κουνώ• αναμιγνύω.
    2. ξεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε)λασκάρω•

    разболтать гайку χαλαρώνω το παξιμάδι (περικόχλιο).

    1. ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι• αναταράσσομαι, κουνιέμαι,
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ;
    ρ.σ. φλυαρώ, αποκαλύπτω μυστικό φλυαρώντας.
    φλυαρώ.

    Большой русско-греческий словарь > разболтать

  • 70 разбрестись

    -редтся, -редмся, -ред-тесь, παρλθ. χρ. -рлся, -релась, -релось, μτχ. παρλθ. χρ. разбредшийся
    ρ.σ.
    1. αναχωρώ, φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις (λέγεται για πολλούς)•

    они -лись по домам αυτοί έφυγαν για τα σπίτια τους•

    стадо -лось το κοπάδι σκόρπισε.

    2. μτφ. αποκεντρώνομαι, σκορπίζω, -ομαι•

    мысли у него -лись οι σκέψεις του σκόρπισαν (όιασπάρθηκαν).

    Большой русско-греческий словарь > разбрестись

  • 71 раздвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω, χωρίζω•

    раздвинуть побеги ανοίγω τους βλαστούς, διακλαδίζω•

    раздвинуть занавески ανοίγω τις κουρτίνες•

    раздвинуть ноги ανοίγω τα πόδια.

    || μετακινώ•

    раздвинуть стулья μετακινώ λίγο τα καθίσματα.

    2. αναμερώ, ανοίγω δίοδο, κάνω δρόμο•

    раздвинуть толпу ανοίγω δρόμο στο πλήθος.

    3. (δια)νοίγω•

    раздвинуть стол ανοίγω το (πτυσσόμενο) τραπέζι,.

    1. ανοίγω, -ομαι, αποχωρίζομαι. || μετακινούμαι λίγο.
    2. αναμερώ• αποτραβιέμαι,
    3. μτφ• πλαταίνω, ευρύνομαι•

    -ется кругозор πλαταίνει ο ορίζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > раздвинуть

  • 72 разделать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζω, -ομαι, ετοιμάζω, δουλεύω.
    2. μτφ. κανονίζω, διορθώνω, συνετίζω.
    3. διανοίγω, φαρδύνω οπή.
    1. απαλλάσσομαι, γλυτώνω• ξεφορτώνομαι• απελευθερώνομαι• ξεμπλέκω.
    2. λογαρ ιάζομα ι, λύνω τις διαφορές• εκδικούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разделать

  • 73 раздёрнуть

    ρ.σ.μ. ξεχωρίζω, (δι)ανοίγω τραβώντας.
    ξεχωρίζω, -ομαι, ανοίγομαι με τράβηγμα•

    занавес -лся η κουρτίνα άνοιξε (με τράβηγμα).

    Большой русско-греческий словарь > раздёрнуть

  • 74 раздуть

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздутый, βρ: -дут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, παρασύρω φυσώντας•

    раздуть пепель φυσώ τη στάχτη.

    || σκορπώ, διώχνω•

    ветер -ул тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    2. φυσώ για να ανάψει•

    раздуть огонь φυσώ τη φωτιά.

    3. φουσκώνω• γεμίζω με αέρα•

    раздуть пузырь κάνω φούσκα•

    ветер -ул паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    4. (απρόσ.) πρήζομαι•

    живот -ло η κοιλιά φούσκωσε.

    5. μτφ. εξογκώνω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, υπεραυξαίνω, παραφουσκώνω• τα παραλέγω.
    1. φουσκώνω, -ομαι, γεμίζομαι με αέρα.
    2. μτφ. εξογκώνομαι, πρήζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздуть

  • 75 разжать

    разожму, разожмшь
    ρ.σ.μ. ξεσφίγγω, ανοίγω•

    разжать кулак ξεσφίγγω τη γροθιά•

    разжать губы ξεσφιγγω τα χείλη.

    || χαλαρώνω, ξελασκάρω•

    разжать пружину ξελασκάρω το ελατήριο.

    ξεσφίγγομαι, ανοίγω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разжать

  • 76 разлезться

    -лезетоя, παρλθ. χρ. разлезся, -лась, -лось
    ρ.σ. (απλ.).
    σχίζομαι• ξηλώνω, -ομαι• ξεφτώ, -ιέμαι•

    платье -лось το φόρεμα φθάρθηκε τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > разлезться

  • 77 размежевать

    -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размежванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οροθετώ, οροσημαίνω, βάζω όρια, σύνορα•

    размежевать землю οροθετώ τη γη.

    2. ξεχωρίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•

    размежевать сферу влияния: (μτφ.) προσδιορίζω τη σφαίρα επιρροής.

    1. οροθετούμαι, οροσημαίνομαι• χωρίζομαι με σύνορα.
    2. μτφ. προσδιορίζομαι,.καθορίζομαι. || ξεχωρίζω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > размежевать

  • 78 размочалить

    ρ.σ.μ. ξεφτίζω.
    ξεφτίζω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > размочалить

  • 79 разносить

    ρ.δ. μ, τεντώνω, ανοίγω (για υποδήματα).
    ανοίγω, -ομαι, τεντώνομαι,.
    ρ.δ.
    βλ. разнести.
    βλ. разнестись.

    Большой русско-греческий словарь > разносить

  • 80 разойтись

    разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся
    -шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,
    επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.
    1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).

    2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•

    толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.

    || ρευστοποιούμαι, λιώνω•

    сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.

    3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.
    4. χωρίζω•

    он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•

    она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.

    || διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.
    5. χωρίζομαι•

    дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.

    || αποκλίνω•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.
    7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,
    8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).
    9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•

    дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.

    10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.

    Большой русско-греческий словарь > разойтись

См. также в других словарях:

  • οδύσ(σ)ομαι — ὀδύσ(σ)ομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α) 1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω 2. μισώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀδύομαι (πρβλ. ηπ ύω, ιδρ ύω, μεθ ύω). Το ρ. *ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • συγκαί(γ)ομαι — συγκαί(γ)ομαι, συγκάηκα, συγκαμένος βλ. πίν. 162 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκαί(γ)ομαι — Ν βλ. συγκαίω …   Dictionary of Greek

  • αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

  • αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποτείνω — (AM ἀποτείνω) ( ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον νεοελλ. φρ. «αποτείνω τον λόγο» μιλώ σε κάποιον αρχ. μσν. ( ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι αρχ. Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω 2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ 3. τεντώνω… …   Dictionary of Greek

  • αποφαίνομαι — (AM ἀποφαίνω κ. ομαι) ( ομαι) 1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου 2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω αρχ. Ι. ενεργ. 1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω 2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις 3. παριστάνω, παρουσιάζω 4. καταγγέλλω 5. παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»