-
121 раздружить
ρ.σ.μ. κάνω να φιλονικήσουν οι φίλοι χωρίζω φίλους, χαλνώ τη φίλια•раздружить старых приятелей βάζω τους παλαιούς φίλους να μαλώσουν•
раздружить со старым другом κόβω τη φιλία με τον παλαιό φίλο.
τα χαλώ με το φίλο, κόβω σχέσεις. || μτφ. ξεκόβω, χάνω κάθε δεσμό. -
122 расплеваться
ρ.σ. (απλ.)1. αρχίζω να φτύνω.2. μτφ. κόβω σχέσεις, δε θέλω να ξέρω ήακούσω. -
123 связать
свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.1. δένω•связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•
связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•
связать в узел δένω κόμπο.
2. συνδέω, ενώνω•связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.
|| μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•
связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•
меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.
3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.5. συνδυάζω•личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.
|| συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,
6. τΐλέκω•связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.
7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).εκφρ.связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.1. δένομαι•акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.
2. επικοινωνώ, συνδέομαι•связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,
3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.
4. συνδυάζομαι. -
124 сексуальный
επ.σεξουαλικός, γενετήσιος•-ые отношения σεξουαλικές σχέσεις.
-
125 слюбиться
слюблюсь, слюбишься ρ.σ.1. απλ. αγαπιέμαι, αλληλοαγαπιέμαι. || πιάνω ερωτικές σχέσεις.2. παλ. μου αρέσει, μου γουστάρει. -
126 снохач
-а α.πεθερός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη νύφη. -
127 снохачество
-а α.σεξουαλικές σχέσεις του πεθερού με τη νύφη. -
128 сойти
сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•
сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.
2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.3. βγαίνω, εξέρχομαι•сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.
4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•
сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•
поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•
шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.
5. λιώνω•снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•
краска сойтишла η μπογιά βγήκε•
ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).
|| (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.
|| περνώ, γίνομαι δεκτός•надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.
|| απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.εκφρ.сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.4. ταιριάζω• συμπίπτω•сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•
не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•
показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•
наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.
5. συμφωνώ•сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.
6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.
См. также в других словарях:
σχέσεις ανθρώπινες — Τεχνικός όρος κατά μετάφραση από το αγγλικό human relations, που χαρακτηρίζει το σύνολο των ψυχολογικών και κοινωνικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται σε μεγάλες επιχειρήσεις των καπιταλιστικών κρατών, για να επιτύχουν αρμονικότερη προσαρμογή μεταξύ … Dictionary of Greek
σχέσεις δημόσιες — Τεχνικός όρος από το αγγλικό public relations, που χαρακτηρίζει το σύνολο των εργασιών πληροφόρησης και προσανατολισμού για τα συστήματα οργάνωσης και παραγωγής των επιχειρήσεων. Οι ειδικοί στον οικονομικό αυτό τομέα που λέγονται «επί των… … Dictionary of Greek
σχέσεις — σχέσις state fem nom/voc pl (attic epic) σχέσις state fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… … Dictionary of Greek
αντιμεταθετικές σχέσεις — Θεμελιώδεις σχέσεις στην κβαντομηχανική, που καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των διαδοχικών επιδράσεων πάνω στην κυματική συνάρτηση. Αν δοθούν δύο τελεστές Α και Β, τότε το γινόμενο (ΑΒ) ορίζεται ως η πράξη της διαδοχικής εφαρμογής πρώτα του Β και… … Dictionary of Greek
διεθνείς σχέσεις — Το σύνολο των σχέσεων που αποτελούν προϊόν της διεθνούς επικοινωνίας και των διεθνών συναλλαγών, καθώς επίσης και των διεθνών πολιτικοκοινωνικών συνεννοήσεων, επιρροών και συμμαχιών. Η τάση και η ανάγκη για διεθνή επικοινωνία και δ.σ. εμφανίστηκε … Dictionary of Greek
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek