-
1 ξύνοιδα
σύνοιδαknow: perf ind act 1st sg -
2 ξύνοιδ'
ξύνοιδα, σύνοιδαknow: perf ind act 1st sgξύνοιδε, σύνοιδαknow: perf ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
ξύνοιδα — σύνοιδα know perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνοιδ' — ξύνοιδα , σύνοιδα know perf ind act 1st sg ξύνοιδε , σύνοιδα know perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοιδα — και αττ. τ. ξύνοιδα Α [οἶδα] 1. έχω συνείδηση, επίγνωση κάποιου πράγματος («τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις;», Σοφ.) 2. έχω συνείδηση, γνωρίζω ενδόμυχα κάτι (α. «ξύνοιδ ἐμαυτῇ πολλά δείν », Αριστοφ. β. «ὅταν καὶ μηδὲν σαυτῷ συνειδῇς ἐξαμαρτάνων»,… … Dictionary of Greek