-
1 ξυν-
см. ξιν\
См. также в других словарях:
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
καυκαλήθρα — και καυκαλίδα, η βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, ίδος + κατάλ. ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ ήθρα, ξιν ήθρα)] … Dictionary of Greek
μπαγιατίλα — η 1. η ιδιότητα τού μπαγιάτικου 2. η οσμή ή η γεύση τού μπαγιάτικου («το φαγητό μύριζε μπαγιατίλα») 3. (κατ επέκτ.) κάθε πράγμα μπαγιάτικο («αυτές τις μπαγιατίλες θέλεις να μού φορτώσεις;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν… … Dictionary of Greek
πικρίλα — η, Ν η πικράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα)] … Dictionary of Greek
ποδαρίλα — η, Ν η δυσοσμία τών άπλυτων ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. ίλα (πρβλ. καπν ίλα, ξιν ίλα)] … Dictionary of Greek
σκατίλα — η, Ν δυσοσμία από κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα, ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek
ταγγίλα — και ταγκίλα και τσαγγίλα και τσαγκίλα, η, Ν ταγγάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγγός + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα)] … Dictionary of Greek
φαρμακίλα — η, Ν 1. πικρή γεύση ή πικρή μυρωδιά, φαρμακάδα («το δωμάτιο τού αρρώστου μυρίζει φαρμακίλα») 2. μτφ. ψυχική πικρία, θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα)] … Dictionary of Greek
θώραξιν — θώρᾱξιν , θώραξ corslet masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιξιν — μάστῑξιν , μάστιξ whip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴαξιν — οἴᾱξιν , οἴαξ handle of rudder masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)