-
21 стирать
[στιράτ*] ρ. ξεσκονίζω, σκουπίζω -
22 обмахивать
[αμπμάχιβατ'] ρ αερίζω, ξεσκονίζω -
23 обметать
[αμπμιτάτ'] ρ σκουπίζω, ξεσκονίζω -
24 стирать
[στιράτ'] ρ ξεσκονίζω, σκουπίζω -
25 выколотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. выколоченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. βγάζω χτυπώντας•выколотить гвоздь из до ски βγάζω καρφί από το ξύλο χτυπώντας το•
выколотить клин βγάζω τη σφήνα χτυπώντας την.
|| μτφ. αφαιρώ, παίρνω, αποσπώ με τη βία•выколотить недоимки παίρνω με τη βια τα υπόλοιπα χρέη•
выколотить подати αποσπώ δοσίματα.
2. ξεσκονίζω χτυπώντας (ρούχα, χαλιά).3. κερδίζω με μόχθο.4. αργάζω•выколотить кожу αργάζω δέρμα.
-
26 вытереть
-тру, -трешь, παρλθ. χρ. вытер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытертый, βρ: -терт, -а, -о, επίρ. μτχ. вытерев, κ. вытерши ρ.σ.μ.1. σκουπίζω, καθαρίζω τρίβοντας, ξεσκονίζω.2. σφουγγίζω•вытереть лицо полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα.
3. φθείρω, τρίβω (με τη χρήση).1. σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι.2. φθείρομαι, λιώνω, τρίβομαι (από τη χρήση). -
27 обеспылить
ρ.σ.μ. ξεσκονίζω, αφαιρώ, παίρνω τη σκόνη, καθαρίζω. -
28 обмести
-ету, -етшь, παρλθ. χρ. обмл-ела, -лб, μτχ. παρλθ. χρ. обмтший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обметнный, βρ: -тн, -тена, -теноρ.σ.μ.σκουπίζω, καθαρίζω ξεσκονίζω. -
29 пыль
-и, προθτ. о -и, в -и Θ.1. σκόνη•тонкий слой -и λεπτό στρώμα σκόνης•
облако пыльи σύννεφο σκόνης•
он весь в -ж αυτός εί-κατασκονισμένος•
сметать пыль ξεσκονίζω•
2. βλ. пыльца. -
30 смахнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смахнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. τινάζω•смахнуть пыль τινάζω τη σκόνη•
смахнуть крошки τινάζω τα ψίχουλα•
смахнуть пыль щткой βουρτσίζω, ξεσκονίζω με τη βούρτσα.
|| διώχνω•смахнуть мух с тарелки διώχνω τις μύγες από το πιάτο.
2. κάνω, εκτελώ, τακτοποιώ στα γρήγορα. -
31 смести
ρ.σ.μ.1. σκουπίζω• σαρώνω• παίρνω• καθαρίζω•смести пыль ξεσκονίζω•
смести крошки со стола καθαρίζω το τραπέζι από τα ψίχουλα•
-сор σαρώνω, μαζεύω τα σκουπίδια.
2. μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω•смести с лица земли εξαφανίζω από το πρόσωπο της γης•
смести всё на своём пути σαρώνω το παν στο πέρασμα μου.
3. συσσωρεύω, σωριάζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξεσκονίζω — ξεσκονίζω, ξεσκόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσκονίζω — ξεσκόνισα, ξεσκονίστηκα, ξεσκονισμένος 1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω: Ξεσκονίζω τα έπιπλα. 2. μτφ., δέρνω, ξυλοκοπώ: Πρόσεχε γιατί θα σε ξεσκονίσω. 3. μτφ., κολακεύω τους ανωτέρους μου: Αυτός ξεσκόνισε πολλούς γιακάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκονίζω — 1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω αντικείμενα από τον κονιορτό 2. μτφ. (επιτιμητικά) φέρομαι δουλικά σε κάποιον, τόν καλοπιάνω με κολακείες 3. μτφ. ξυλοκοπώ, δέρνω («θα τού ξεσκονίσει για καλά την πλάτη») 4. μτφ. εξετάζω ή επεξεργάζομαι κάτι σε όλες… … Dictionary of Greek
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεσκονιστήρι — το 1. δεσμίδα από φτερά για ξεσκόνισμα 2. μτφ. κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
ξεσκονιστής — ο, θηλ. ίστρα [ξεσκονίζω] 1. αυτός που ξεσκονίζει 2. το θηλ. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το ξεσκόνισμα τών τοίχων και τού ταβανιού 3. μτφ. (ιδίως το θηλ.) κόλακας («αυτός είναι μεγάλη ξεσκονίστρα») … Dictionary of Greek
ξεσκονόπανο — το ύφασμα για το ξεσκόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + πανί] … Dictionary of Greek
ξεσκόνισμα — το [ξεσκονίζω] 1. η αφαίρεση τής σκόνης 2. α) μτφ. (επιτιμητικά) δουλική συμπεριφορά, κολακεία β) ξυλοκόπημα γ) εξέταση ζητήματος σε όλη του την έκταση … Dictionary of Greek
σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… … Dictionary of Greek
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek