-
61 отлёживать
-
62 перележать
-жу, -жишьρ.σ.1. παρακάθομαι,• -на солнце παρακάθομαι στον ήλιο. || φθείρομαι, χαλνώ από την πολυκαιρία•огурцы -ли τα αγγουράκια χάλασαν από την πολυκαιρία•
2. ξαπλώνω περισσότερο από άλλον.3. κάθομαι (ώσπου)• παραμένω•перележать в укрытии до конца бомбёжки κάθομαι στο καταφύγιο ώσπου να σταματήσει ο βομβαρδισμός.
4. μ. (απλ.) μουδιάζω•перележать руку μουδιάζω το χέρι από την ακινησία.
-
63 повалять
ρ.σ.μ. κυλώ•повалять в муке κυλώ στο αλεύρι•
повалять в грязи κυλώ στη λάσπη.
|| απρόσ. κουνώ, ταράσσω (για θάλασσα).κυλιέμαι•повалять на траве κυλιέμαι στη χλόη.
|| ξαπλώνω, κάθομαι ξαπλωμένος• κείτομαι. -
64 полежать
ρ.σ. ξαπλώνω λίγο. -
65 полечь
-ляжет, -ляжем, -ляжете, -лягут, παρλθ. χρ. полг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. полгший ρ.σ.1. ξαπλώνω (για όλους,πολλούς).2. φονεύομαι, σκοτώνομαι, πέφτω (στο πεδίο της μάχης).3. κάμπτομαι, λυγίζω, γέρνω, κλίνω• πέφτω (για φυτά). -
66 постель
-и θ.η κλινοστρωμνή. || κρεβάτι, κλίνη•лежать в -и ξαπλώνω στο κρεβάτι,• прикованный к -и καρφωμένος στο κρεβάτι, βαριά άρρωστος, ασήκωτος•
слечь в постель πέφτω άρρωστος στο κρεβάτι•
вскочить с -и αναπηδώ από το κρεβάτι•
убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι.
-
67 развалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταρρίπτω• σωριάζω. || γκρεμίζω, κατεδαφίζω.2. μτφ. αποσυνθέτω, διαλύω, εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω•развалить налаженную работу σπαραλιάζω τη ρεγουλαρισμένη δουλειά•
развалить хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό.
1. πέφτω, σωριάζομαι. || καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατεδαφίζομαι. || χαλνώ, φθείρομαι, καταστρέφομαι (για ενδύματα, υποδήματα).2. μτφ. αποσυντίθεμαι, διαλύομαι, εξαρθρώνομαι, χαρ-βαλιάζω.3. ξαπλώνω φαρδύς-μακρύς, το πιάνω ξαπλωταριά. -
68 развалять
ρ.σ.μ.1. σκορπώ, -ίζω•развалять навоз из куч на поле σκορπίζω την κόπρο από τους σωρούς στο χωράφι.
2. πλάθω το ζυμάρι.ξαπλώνω, το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω. -
69 разлечься
-лягусь, -ляжешься, -лягутся, προστκ. разлягся, παρλθ. χρ. разлгся-ле-глась, -лосьρ.σ.1. ξαπλώνω ελεύθερα, φαρδιά—πλατιά.2. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, απλώνομαι (σε διαστάσεις). -
70 разлить
разолью, разольшь, παρλθ. χρ. -лил, -ла, -ло, προστκ. разлей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлитый, βρ: -лит, -а, -оρ.σ.μ.1. χύνω•разлить вино на скатерть χύνω κρασίστο τραπεζομάντηλο•
разлить молоко χύνω το γάλα.
2. (εκ)κενώνω, ρίχνω, βάζω•он -ил всем суп αυτός έβαλε σε όλους σούπα•
разлить вино в стаканы ρίχνω κρασί στα ποτήρια.
3. μτφ. διαχέω, ξαπλώνω, σκορπώ•солнце -ло свой лучи ο ήλιος σκόρπισε τις ακτίνες του•
цветы разлитьли благоухание τα λουλούδια σκόρπισαν ευωδιά.
1. χύνομαι•молоко -лось το γάλα χύθηκε.
2. ρίχνομαι, εκκενώνομαι, αδειάζω.3. πλημμυρίζω• ξεχειλίζω•речки -лись τα ποταμάκια πλημμύρισαν.
4. μτφ. διαχέομαι, ξαπλώνομαι, διαδίδομαι• σκορπίζομαι. -
71 расплыться
-ывусь, -ывшъся, παρλθ. χρ. расплылся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. расплывшийсяρ.σ.1. χύνομαι, ρέω• απλώνω•чернила -лись по бумаге η μελάνη χύθηκε πάνω στο χαρτί.
|| επεκτείνομαι, ξαπλώνω (για καπνό, σύννεφα κ.τ.τ.).ξεπλύνομαι, σβήνω, χάνομαι•след дождм -лся το ίχνος με τη βροχή ξεπλύθηκε.
2. μτφ. χοντραίνω, παχαίνω.3. μτφ. γίνομαι διάχυτος, αμυδρός (για γραμμές κ.τ.τ.).διευρύνομαι. || εμφανίζομαι (για χαμόγελο).4. αποπλέω (προς διάφορες κατευθύνσεις). -
72 ткнуть
ткну, ткншьρ.σ.1. βλ. тыкать 1.2. χώνω, βάζω, τοποθετώ κάποιον κάπου (για να απαλλαγώ, να τον ξεφορτωθώ).εκφρ.ткнуть носом – βάζω μπροστά στα μάτια κάποιου (για να αντιληφθεί, να δει, να προσέξει).1. βλ. тыкаться (1, 2, 5 σημ.).2. κάθομαι, ξαπλώνω όπως-όπως. || χώνομαι κάπου, βολεύομαι. || τκο βλ. -тка. -
73 улежать
ρ.σ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι.1. βλ. слежаться.2. (απλ.) ωριμάζω με το πέρασμα του χρόνου (για κομμένους καρπούς). -
74 улечься
улягусь, уляжешься, улягутся, παρλθ. χρ. улгся, улеглась, -лось, προστκ. улягсяρ.σ.1. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω•улечься на бок πλαγιάζω στο πλευρό.
|| χωρώ καθιστός.2. κάθομαι καλά, όπως χρειάζεται• χωρώ (για αντικείμενα). || πέφτω σιγά-σιγά, κατακάθομαι•пыль -лась η σκόνη κα-τακάθησε.
3. κοπάζω, καλμάρω, ξεπέφτω• κατευνάζω•-гся ветер κόπασε ο άνεμος•
-гся холод έσπασε το κρύο•
-глись страсти κατευνάστηκαν τα πάθη.
-
75 allonger
1) παρατείνω2) μακραίνω3) απλώνομαι4) παρατείνομαι5) τεντώνω6) ξαπλώνω7) κατακλίνω -
76 aplatir
1) ξαπλώνω2) ισιώνω3) συντρίβομαι4) ταπεινώνομαι5) στραπατσάρω6) συντρίβω -
77 reposer
1) αναπαύομαι2) ξαπλώνω -
78 položit
1) βάζω2) ξαπλώνω3) ποζάρω4) τοποθετώ -
79 lay
1) κοσμικός2) ξαπλώνω3) στρώνω -
80 kłaść
1) βάζω2) ξαπλώνω
См. также в других словарях:
ξαπλώνω — ξαπλώνω, ξάπλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… … Dictionary of Greek
ξαπλώνω — ξάπλωσα, ξαπλώθηκα, ξαπλωμένος 1. μτβ., απλώνω, εκτείνω: Ξάπλωσαν στην αμμουδιά. 2. για πρόσωπα και ζώα, φονεύω, σκοτώνω: Με μια μαχαιριά τον ξάπλωσε. 3. για γυναίκα, έρχομαι σε σεξουαλική επαφή. 4. αμτβ., πλαγιάζω, κατακλίνομαι για ύπνο ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραξαπλώνω — ξαπλώνω κάτι ή ξαπλώνομαι σε μεγαλύτερη έκταση από όση πρέπει ή για πάρα πολύ χρόνο … Dictionary of Greek
εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… … Dictionary of Greek
αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» … Dictionary of Greek
ξάπλα — η 1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση 2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της») 3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια 4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι») 5. φρ. «ρίχνω… … Dictionary of Greek
προσαναπίπτω — Α 1. (σε συμπόσιο) ανακλίνομαι, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο κοντά σε άλλους ή μαζί με άλλους, παρακάθημαι σε τραπέζι 2. (για βραχίονα καταπέλτη) χτυπώ πάλι κατά την οπισθοδρόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπίπτω «ανακλίνομαι, ξαπλώνω για το δείπνο»] … Dictionary of Greek
συγκαταστορέννυμι — Μ ξαπλώνω καταγής μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταστορέννυμι «ξαπλώνω»] … Dictionary of Greek
συναναπίπτω — ΜΑ 1. μετέχω σε δείπνο 2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»] … Dictionary of Greek
υπευνώμαι — άομαι, Α 1. (για γυναίκα) ξαπλώνω κάτω από κάποιον, κοιμάμαι με κάποιον, συνευρίσκομαι, («ὑπευνασθεῑσ Ὑπερίονος ἐν φιλότητι», Ησίοδ.) 2. (για θηλυκό πουλί) κάθομαι από πάνω, προστατεύω («ὀρταλὶς νεοσσοῑς ὑπευνηθείσα», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) + … Dictionary of Greek