Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νῑκ-

См. также в других словарях:

  • Κέιβ, Νικ — (Nick Cave, Βανγκαράτα, Αυστραλία 1957 –). Αυστραλός τραγουδιστής και συνθέτης. Αφού έλαβε μια επιμελημένη μόρφωση από τους εκπαιδευτικούς γονείς του, σε εφηβική ηλικία αποφάσισε να σχηματίσει ένα ροκ γκρουπ που θα οδηγούσε το ιδίωμα στα έσχατα… …   Dictionary of Greek

  • πικ-νικ — το, Ν άκλ. γεύμα στην εξοχή με φαγητά που έχουν φέρει οι εκδρομείς έτοιμα από το σπίτι τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pique nique (< piquer «κεντώ» + nique «άχρηστο πράγμα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 σε κωμειδύλλιο τών Ν. Λάσκαρη και Γ. Πωπ] …   Dictionary of Greek

  • Νόλτε, Νικ — (Nick Nolte, Ομάχα 1940 –). Αμερικανός ηθοποιός. Ψηλός ξανθός και με αρρενωπό παράστημα ξεκίνησε στις επιτυχίες με τον ρόλο του νεαρού μποέμ αδελφού στην τηλεοπτική σειρά Πλούσιος και φτωχός (1976). Στην πραγματικότητα δεν διέφερε και πολύ από… …   Dictionary of Greek

  • χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… …   Dictionary of Greek

  • κατευνάστρια — η (Μ κατευνάστρια) νεοελλ. θηλ. τού κατευναστής* μσν. 1. η γυναίκα που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, γυναίκα θαλαμηπόλος («τῶν προκοίτων καὶ κατευναστριῶν γυναικῶν», Νικ. Χων.) 2. αυτή που προκαλεί τον θάνατο («κύλιξ ζωής κατευνάστρια», Νικ. Χων.).… …   Dictionary of Greek

  • λεπυρός — ή, ό (Α λεπυρός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [λέπυρον] (για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.) αρχ. φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλόεις — ὀμφαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας …   Dictionary of Greek

  • στόμιο — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 520 μ.) στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ., 60 κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (359 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του… …   Dictionary of Greek

  • φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»