-
1 πίκ-νίκ
το άκλ. пикник -
2 νικήεις
A conquering, AP 7.428.5 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικήεις
-
3 νίκημα
-
4 νικητήρ
A winner,τᾶς ἀγέλας SIG527.152
(Dreros, iii B.C.): pl., νικατῆρες· οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικητήρ
-
5 νικάδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικάδιον
-
6 νίκαθρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νίκαθρον
-
7 νικαξῶ
-
8 νικαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικαῖος
-
9 νίκη
A victory, ν. φαίνεται Μενελάου victory clearly belongs to M., Il.3.457, cf. Alc.80, etc.;μάχης ν. Il.7.26
, 8.171;ν. πολέμου Pl.Lg. 641a
, cf. c; ἡ ἐν τῷ πολέμῳ ν. ib. 647b: freq. of victory in the games,Ἰσθμία ν. Pi.I.2.13
; ν. παγκρατίου or ἀπὸ π., ib.7(6).22, 6(5).60: c. gen. objecti, ν. ἀντιπάλων victory over.., Ar.Eq. 521;ἡ τῶν ἡδονῶν ν. Pl.Lg. 840c
: c. gen. rei,τῶν πολεμικῶν ν. X.Mem.3.4.5
;ν. δοῦναί τινι Il.16.845
, etc.;ν. καὶ κράτος S.El.85
; νίκην νικᾶν τινα, v. νικάω 1.1, 11.1b.2 later, generally, mastery, ascendancy, etc., in all relations, νίκην διασῴζεσθαι to keep the fruits of victory, X.Cyr.4.2.26, cf. 4.1.15.II pr. n., Nike, the goddess of victory, Hes.Th. 384, cf. Pi.I.2.26, etc.;Νίκη Ἀθάνα Πολιάς S.Ph. 134
, cf. E. Ion 457 (lyr.), 1529.2 Astrol., name of sixth κλῆρος, Paul.Al.K.3, Cat.Cod.Astr.1.160. -
10 νικητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικητέον
-
11 νικητήριος
νικ-ητήριος, ον,A belonging to a conqueror or to victory, δόξα ν. the glory of victory, Antiph.263; ν. φίλημα a kiss as the conqueror's reward, X.Smp.6.1;ἆθλα ν. Pl.Lg. 832e
.II as Subst. νικητήριον (sc. ἆθλον), τό, prize of victory,Ζεῦ, σὸν τὸ ν. Ar. Eq. 1253
;τὸν βοῦν ἔλαβε τὸ ν. X.Cyr.8.3.33
, cf. HG6.2.28;ν. ἁμίλλης Inscr.Délos464.10
(ii B.C.): mostly in pl., ;ν. λαβών E.Alc. 1028
; τὰ ν. οἴσεσθαι, φέρεσθαι, κομίζεσθαι, to win the prize, Pl.Euthd. 305d, Phdr. 245b, R. 612d;τὰ ν. τοῦ κιθαρῳδοῦ IG22.1388.37
.2 νικητήρια (sc. ἱερά), τά, festival of victory, ν. ἑστιᾶν to celebrate this festival by a banquet, X.Cyr.8.4.1, Plu.Phoc.20;ποιεῖν D.C.67.9
.3 also in pl., decisive proof, Hp. Septim.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικητήριος
-
12 νικητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικητής
-
13 νικητικός
A likely to conquer, conducing to victory, X.Mem.3.4.11;ὑπόθεσις Plb.24.9.4
([comp] Comp.);ὅπλον ν. OGI90.39
(Rosetta, ii B.C.); τὸ -ώτατον the most likely way to conquer, Plu.Comp. Phil.Flam.2. Adv.- κῶς Eust.1006.28
.II Subst. νικητικόν, τό, charm for victory, esp. in horse-racing, PMag.Lond.121.390, POxy. 1478.1 (iii/iv A.D.);ν. δικαστηρίων PMag.Osl.1.35
: pl., PMag.Leid. W.8.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικητικός
-
14 νικήτρια
A conqueress, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικήτρια
-
15 νικήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικήτωρ
-
16 picnic
['piknik] 1. noun(a very informal meal eaten in the open air, usually as part of a trip, outing etc: We'll go to the seaside and take a picnic; Let's go for a picnic!; ( also adjective) a picnic lunch.) πρόχειρο γεύμα στο ύπαιθρο,πικ-νικ2. verb(to have a picnic: We picnicked on the beach.) κάνω πικ-νικ -
17 νίκη
Grammatical information: f.Meaning: `victory, upper hand', in a battle, in a contest, before court etc. (Il.), personif. Νίκη `the Goddess of Victory' (Hes.).Other forms: Dor. νίκα.Compounds: Compp., e.g. νικη-φόρος (Dor. -ᾱ-) `carry away victory' (Pi., A.), νικό-βουλος `who wins in the council' (Ar. Eq. 615; hidden PN, connected with νικάω), φιλό-νικος `loving victory, emulating, pugnaceous' with - ία, - έω (Pi., Democr., Att.), often written with - ει- and associated with νεῖκος; Όλυμπιο-νίκης, Dor. - ας m. `Olympia-victor' (Pi., IA.; on the stemformation Schwyzer 451); many PN, e.g. Νικό-δημος, Ίππό-νικος.Derivatives: 1. From Νίκη: νικάς, - άδος f., νικ-άδιον, - ίδιον `(small) Nike-statue' (inscr.); 2. Adj. νικαῖος `belonging to victory' (Call., J.), νικάεις `rich in victory\/ies' (AP); to νικη-τήριος, - τικός below. -- Besides, prob. as denomin., νικάω, Ion. νικέω, Aeol. νίκημι, aor. νικῆσαι, pass. νικ-ηθῆναι, fut. - ήσω (all Il.), perf. νενίκηκα (Att.), rarely with prefixes, e.g. ἐκ-, κατα-, προ-, `vanquish, overcome, conquer'; on the ep. use of νίκη, νικάω Trümpy Fachausdrücke 192 ff. From νικάω: 1. νικάτωρ, - ορος m. `victor', surn. of the kings Seleukos and Demetrios of Syria (hell. inscr.) with νικατόρειον `tomb of Νικάτωρ' (App.), also PN with the patron. Νικατορίδας (Rhodos; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 163 A. 1), νικήτωρ `id.' (D. C.). -- 2. νικατήρ, - ῆρος m. `victor' (Dreros III--IIa), νικητής m. `id.' (III--IVp). -- 3. νίκημα (Dor. -ᾱ-) n. `prize of victory, victory' (hell., Crete). -- 4. νίκαθρον n. `offer(ing) for victory' (Sparta), νίκαστρον n. `prize of victory' (Phot., H.); on the formation Chantraine Form. 373 und 333 f. --5. νικητήριος, n. - ον `belonging to victory, prize of v.' (Att.) and νικητικός `what helps for victory' (X., hell.), both also connected to νίκη.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: An innovation for νίκη is νῖκος n. (hell.), after κάτος (Fraenkel Glotta 4, 39ff., Wackernagel Unt. 81 f.). --Unclear νικάριον n. name of an eyesalve (Alex. Trall.); Anatolian? cf. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 100; cf. on νεκταρ. There is no convincing etymology. After Brugmann RhM 43, 403 a. Osthoff MU 4, 223 f. to Skt. nīca- `directed downwards', OCS nicь `directed forward, on the face', Latv. nīcām `down the stream' etc. Rejected by J. Schmidt Pluralbild. 395 n. 1 (S. 396), who prefers connecting Lith. ap-nìkti `attack'; νίκη would be cognate with νεῖκος (s.v. with further forms); IE nēik-, nī̆k-?. Pre-Greek origin Sittig La nouvelle Clio (Brusssels) 3 (1951), 33; not in Fur.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νίκη
-
18 бездельник
[μπιζντιέλ'νικ] ουσ. α τεμπέλης -
19 военачальник
[βαιενατσάλ'νικ] ουσ. α. πολέμαρχος -
20 восьмиугольник
[βαά"μισυγόλ'νικ] ουσ. α. οκτάγωνο
См. также в других словарях:
Κέιβ, Νικ — (Nick Cave, Βανγκαράτα, Αυστραλία 1957 –). Αυστραλός τραγουδιστής και συνθέτης. Αφού έλαβε μια επιμελημένη μόρφωση από τους εκπαιδευτικούς γονείς του, σε εφηβική ηλικία αποφάσισε να σχηματίσει ένα ροκ γκρουπ που θα οδηγούσε το ιδίωμα στα έσχατα… … Dictionary of Greek
πικ-νικ — το, Ν άκλ. γεύμα στην εξοχή με φαγητά που έχουν φέρει οι εκδρομείς έτοιμα από το σπίτι τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pique nique (< piquer «κεντώ» + nique «άχρηστο πράγμα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 σε κωμειδύλλιο τών Ν. Λάσκαρη και Γ. Πωπ] … Dictionary of Greek
Νόλτε, Νικ — (Nick Nolte, Ομάχα 1940 –). Αμερικανός ηθοποιός. Ψηλός ξανθός και με αρρενωπό παράστημα ξεκίνησε στις επιτυχίες με τον ρόλο του νεαρού μποέμ αδελφού στην τηλεοπτική σειρά Πλούσιος και φτωχός (1976). Στην πραγματικότητα δεν διέφερε και πολύ από… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek
κατευνάστρια — η (Μ κατευνάστρια) νεοελλ. θηλ. τού κατευναστής* μσν. 1. η γυναίκα που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, γυναίκα θαλαμηπόλος («τῶν προκοίτων καὶ κατευναστριῶν γυναικῶν», Νικ. Χων.) 2. αυτή που προκαλεί τον θάνατο («κύλιξ ζωής κατευνάστρια», Νικ. Χων.).… … Dictionary of Greek
λεπυρός — ή, ό (Α λεπυρός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [λέπυρον] (για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.) αρχ. φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν… … Dictionary of Greek
ομφαλόεις — ὀμφαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας … Dictionary of Greek
στόμιο — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 520 μ.) στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ., 60 κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (359 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του… … Dictionary of Greek
φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek