-
1 ἐπ-αμείβω
ἐπ-αμείβω, verwechseln, vertauschen; τεύχεα ἀλλήλοις Il. 6, 230; φύσεις Orph. Arg. 420. Sonst im med. wechselsweis hin- und hergehen, νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern, Il. 6, 339; ἑτέρους ἐπαμείψεται Archil. frg. 48.
-
2 επαμειβω
1) обменивать, менятьсяτεύχεα ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Hom. — давай, обменяемся оружием друг с другом
2) med. чередоваться, перемежатьсяνίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας Hom. — победа достается то одним, то другим
-
3 ἐπαμείβω
ἐπ-αμείβω, verwechseln, vertauschen; wechselsweis hin- und hergehen, νίκη ἐπαμείβεται ἄνδρας, wechselt zwischen den Männern -
4 ἐπαμείβω
A exchange, barter,τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Il.6.230
;φύσεις ἐ. Orph.A. 422
:—[voice] Med., come one after another, come in turn to,νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας Il.6.339
; ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται (sc. κήδεα) Archil.9.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαμείβω
-
5 ἐπαμείβω
ἐπ-αμείβω, aor. subj. ἐπαμείψομεν: give in exchange to, exchange with; ἀλλήλοις, Il. 6.230; mid., νῖκὴ δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας, ‘passes from one man to another,’ Il. 6.339. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπαμείβω
См. также в других словарях:
επαμείβω — (Α ἐπαμείβω) νεοελλ. «επαμειβόμενον έπαλθον» έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, αλλά οφείλει να τό παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή τής επόμενης περιόδου αρχ. 1. ανταλλάσσω («τεύχεα δ… … Dictionary of Greek