-
121 καταβυθιζω
-
122 κατακομιζω
1) доставлять (к побережью), вывозить(σῖτον τῷ στρατεύματι Thuc.; ἁμάξας μεγάλας κρόκου Arst.; τα ἀπὸ τῆς χώρας εἰς τέν πόλιν Diod.; παῖδας και γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν Dem.; ἐπὴ θάλασσάν τι Plut.)
; med. привозить себе(ὡραῖα πλοίοις Plat.)
2) доставлять в порт, приводить(ναῦν ἐκεῖσε или Ἀθήναζε Dem.; τριήρεις Aeschin.)
-
123 καταρτιζω
1) вновь приводить в порядок, восстанавливатьπάντα κ. ἐς τωὐτό Her. — привести все в прежнее состояние
2) умиротворять(Μιλησίους Her.; τὸν δῆμον Plut.)
3) исправлять, приводить в порядок, чинить(ναῦς Polyb.; τὰ δίκτυα NT.)
4) руководить, направлять, вести5) реже med. снаряжать, готовить(στόλον Polyb.)
σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν NT. — орудия гнева, готовые нести гибель6) снабжать, укомплектовывать(ναῦν πληρώματι ἐπιλέκτῳ Polyb.)
κ. τριήρεις Diod. — укомплектовывать триеры (людьми) -
124 κατεγγυαω
(aor. κατηγγύησα и κατενεγύησα)1) юр. требовать залога, гарантии или поручительстваὁ ἐπισκηπτόμενος κατεγγυάτω τὸν ᾧ ἂν ἐπισκήπτηται Plat. — истец пусть требует поручительства от того, с кого он ищет;
κ. τινα πρὸς εἴκοσι τάλαντα Polyb. — заставлять кого-л. внести залог в 20 талантов;κ. πρὸς δίκην Plut. — требовать залога в обеспечение уплаты штрафа;ἐγγύην τοὺς αὐτόχειρας κατεγγυᾶσθαι Plat. — (нужно) взыскать залог с непосредственных виновников2) брать в качестве залога(τέν ναῦν ὑπὲρ ἀργυρίου Dem.)
3) обещать в жены(τινά τινι Eur.)
4) med. брать на себя обязательство, браться -
125 κατευθυνω
1) выпрямлять, делать прямым, направлять по прямой линии(τέν πτῆσιν Arst.)
2) направлять, вести(τέν ναῦν Arst.; τὰς φύσεις Plat.; τοὺς νέους πρὸς τὰ βελτίονα, τὰ παρόντα πρὸς τὸ κάλλιστον τέλος Plut.; τοὺς πόδας τινὸς εἰς ὁδὸν εἰρήνης NT.)
3) управлять(τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Arst.)
κ. τέν ἀρχήν Plut. — управлять справедливо4) привлекать к ответу, требовать отчета(τινός Plat.)
5) (sc. ἑαυτόν) направляться, устремляться(ἐπὴ τοὺς πολεμίους Plut.)
-
126 μεσονεοι
οἱ средние гребцы (которые, в отличие от θαλαμῖται и θρανῖται, работали самыми длинными веслами: οἱ μ. μάλιστα τέν ναῦν κινοῦσιν Arst.) -
127 μεταβιβαζω
1) переводить, приводить(τοὺς ἐπιβάτας εἰς ναῦν Xen.; εἰς ἀγαθά Arph.; ἀπό τινος ἐπί τι Plat.)
2) направлять по другому пути(τὰς ἐπιθυμίας Plat.)
μ. τὸν λόγον ἐπί τι Diod. — переходить (в рассказе) к чему-л.3) приносить, вносить(τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην Polyb.)
-
128 μετεμβιβαζω
См. также в других словарях:
ναῦν — ναῦς ship acc sg (attic) ναῦς ship fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
ARGO — navis in qua Iason cum 54. Heroibus Thessalis Colchos navigavit. Denominis ratione variant Ecymologi. Sententiae eorum ad sex classes revocari possunt. Primo Nonnullis dicta videtur ab Architecti, cuius nomen Argos: de quo Val. Flacc. l. 1. v. 93 … Hofmann J. Lexicon universale
BRITOMARTIS — Nympha Cretensis, valde formosa, Iovis et Charmes filia, Diodoro Britona dicta. Retia ad venandum invenit, ex quo Dictynna dicta est, quod causam praebuit, ut quidam Dictynnam ac Dianam eandem esse putârint. Hesych. Βριτόμαρτις, εν Κρήτῃ ἡ… … Hofmann J. Lexicon universale
PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… … Hofmann J. Lexicon universale
SABURRA — in naves firmamenti gratiâ recepta est. Graeci eam ἕρμα vocant. Hesych. Ε῞ρμα, τὸ την` ναῦν ἔρειςμα ςτηρίζον. Festo hinc Herma quoque: unde etiam, inquit, Mercurii nomen invenoris, ut putabant, firmae orationis dictum. Sed et κεφαλὶς, et κέφαλον … Hofmann J. Lexicon universale
TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
εμφορτούμαι — ἐμφορτοῡμαι ( όομαι) (Α) φορτώνω για λογαριασμό μου («ναῡν ἐμφορτωσάμενος ἀνήχθη», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek
ενήρης — ἐνήρης, ες (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ ήρης, τρι ήρης κ.ά.] … Dictionary of Greek
επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… … Dictionary of Greek