-
1 ξεῖνος
ξεῖνος: strange, foreign, Il. 24.302, Od. 7.32 ; ξεῖνε πάτερ, ‘sir stranger’; stranger, guest, guest - friend; the relation of guest - friend existed from the time when ζεινήια were exchanged as tokens and pledges; hence πατρώιος ξεῖνος, ‘hereditary friend,’ Il. 6.215.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ξεῖνος
-
2 ξείνος
-
3 ξεῖνος
-
4 ξεῖνος
-
5 ξεῖνος
-
6 ξεινος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitalitya foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67
ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 “ ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57
πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48d generally, friendξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 “ νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233 -
7 ξένος
ξένος, ὁ, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ξεῖνος (also freq. in Pi., N.7.61, al., used by Trag. metri gr. even in trim., mostly in voc., S.OC33, al., E.IT 798 codd., El. 247), [dialect] Aeol. [full] ξέννος Hdn.Gr.2.302 ; scanned [pron. full] ¯ ?ξένοςX and written ξεῖνος in Theoc.28.6, 30.17: [dialect] Aeol. [comp] Sup. ξεννότατος Sch. Tz. in An. Ox. 3.356.18 (sed v. fin.).I guest-friend, applied to persons and states bound by a treaty or tie of hospitality, Od.1.313, etc. ;ξεῖνοι δὲ.. εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος 15.196
;ξ. πατρώϊός ἐσσι παλαιός Il.6.215
;ξ. δ' ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ' εἶναι Od.1.187
; ; later freq. coupled withφίλος, Πλούταρχος ὁ τούτου ξένος καὶ φίλος D.21.110
, cf. 18.46, X.An.2.1.5, Lys. 19.19 ;βασιλέως πατρικὸς ξ. Pl.Men. 78d
.2 of parties giving or receiving hospitality, Od.8.145, etc. ; mostly of the guest, opp. the host, ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος ib. 543, etc. ; ἁ ξείνα the visitor, Theoc.2.154 ; of guests at a club, opp. σύνδειπνοι, PTeb.118.4 (ii B. C.) : less freq. of the host, Il.15.532, A.R.1.208, Ep.Rom.16.23, etc.: c. dat.,ξεῖνός τινι Hdt.1.20
,22, cf. Th.2.13, X.An.1.1.10, etc. ; also ξ. τινός ib. 2.4.15.II stranger, esp. wanderer, refugee (under the protection of Ζεὺς ξένιος), sts. coupled withἱκέτης, Ζεὺς ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε ξείνιος Od.9.270
, cf. 8.546; withπτωχός, πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε 6.208
.III generally, stranger, foreigner, opp. ἔνδημος, Hes.Op. 225; opp. ἀστός, Pi.O.7.90, S.OC13, And.4.10, etc. ;πολιατᾶν καὶ ξ. Pi.I.1.51
, cf. A. Th. 924 (lyr.), Pl.Grg. 473d, etc. ; opp. ἐπιχώριος, Id.Men. 94d: coupled with μέτοικος, Th. 4.90, cf. IG12.39.53 ; with ἔπηλυς, Luc.Herm.24 ; opp. a member of the family, PMasp.169.10 (vi A. D.), etc.2 = βάρβαρος, at Sparta, Hdt.9.11,55.IV hireling, Od.14.102 ; esp. mercenary soldier, IG12.949.89, X.An.1.1.10, D.18.152, etc. ;ξ. ναυβάται Th.1.121
: rarely simply, ally, X.Lac. 12.3.B as Adj. [full] ξένος, η, ον (also ος, ον E.Supp.94), [dialect] Ion. [full] ξεῖνος, η, ον, foreign, not in Hom. (in the phrasesξεῖνε πάτερ Od.7.28
,ἄνθρωποι ξεῖνοι Il.24.202
, both words are Subst.) ; freq. in later writers,ξείνα γαῖα Pi.P.4.118
codd.;ξένης ἐπὶ χθονός S.OC 1256
; γᾶς ἐπὶ ξένας ib. 1705 (lyr., cf. ξένη); ἐν ξένῃσι χερσί by foreign hands, Id.El. 1141 ; ξ. δόμοι, πόλις, etc., E.Ph. 339 (lyr.), 369, etc. ; of alien property,ξ. ἄρουραι PMasp.295.22
(vi A.D.).II c. gen. rei, strange to a thing, unacquainted with, ignorant of it,ξ. τοῦ λόγου S.OT 219
, cf. AP4.3a.37 (Agath.);ξ. τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας Ep.Eph.2.12
, cf. BGU405.12 (iv A. D.). Adv. ξένως, ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως I am a stranger to the mode of speech, Pl.Ap. 17d ;ἔχειν τῆς διαλέκτου Them. Or.21.253c
.III strange, unusual, (lyr.) ;τιμωρίαι Ti.Locr.104d
;ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον Arist.Rh. 1404b11
, cf. 1415a7 ;οὐδὲν ξ. ἐν τῷ παντὶ ἀποτελεῖται Epicur.Fr. 266
;τοῖς νέοις ποιεῖν ξένα τὰ φαῦλα Arist.Pol. 1336b34
;ξένα ταῖς ὄψεσι D.S.3.15
; ὡς ξένου συμβαίνοντος I Ep.Pet.4.12 ;διδαχαὶ ποικίλαι καὶ ξ. Ep.Hebr.13.9
;ξ. δαιμόνια Act.Ap.17.18
: [comp] Sup.,πράξεων ὡς -οτάτων Phld.Herc.1251.5
;ξ. αὐτῷ δοκεῖ τὸ πρᾶγμα Luc.Cont.13
, etc. Adv.ξένως, λαλεῖν Phld.P0.5.12
. -
8 ξένος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitalitya foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67
ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 “ ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57
πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48d generally, friendξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 “ νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233 -
9 ξενοδόκος
A one who receives strangers, host, ; , cf. Il.3.354, Od.8.210, Theoc.16.27, Jul.Or.2.96a, AP 10.15 (Paul. Sil.):—later [suff] ξενο-δόχος, Ph.2.17, al.; head of a ξενοδοχεῖον, Just.Nov.7.1, al.II witness, Simon.84.7, cf. Hsch.—The forms ξενοδόχος, -δοχέω, -δοχία are condemned by Moer.p.271 P., Thom.Mag.p.251 R. ; cf. ξενηδόκος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξενοδόκος
-
10 αἴτε
1 orεὖτ' ἂν μόλῃ ξεῖνος αἴτ ὦν ἀστός P. 4.78
-
11 ἀστός
ἀστός (-ός, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς)1 (fellow)citizen ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν the people of Kamarina O. 5.14ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.2
ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει P. 1.84
ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.82
βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν sc. Arkesilas P. 4.297 πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν i. e. of the Athenians P. 7.10οὕνεκεν εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93
πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ the Aiginetans N. 8.14 ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37
ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.3
δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.61
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (transp. Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29λ]αὸν ἀστῶν Pae. 2.48
]ἀστοῖσι τε[ Pae. 10.13
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. -
12 εἰμί
εἰμί ( εἰμ(ί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστι(ν), ἐστί(ν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)1 be. A1 c. predicative adj.aἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32
τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13
ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52
φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64
ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
[ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ ἔσομαι τοῖος” P. 4.156δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92
ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
“ κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” P. 9.39θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24
ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31
σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28
ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27
λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδονεἴη κεν Pae. 4.49
κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7
= fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.b with infinitive added.ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19
εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37
c impersonal.ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
2 c. pred. subs.ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55
Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9
εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68
“ φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναι” P. 4.34 “ οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.87 “Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 “ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς” P. 4.167ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270
βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16
Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14
φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
ξεῖνός εἰμι N. 7.61
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87
ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
“ ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.3 emphatic, there is, areἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104
ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67
ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
“ τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμονἐρδόμενον O. 8.77
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35
“ ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.85ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
“ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 cf. also O. 12.1—2.5 be (situated)τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45
ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. B. 1.6 be, come to passὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170
“χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” P. 9.497 c. gen.a of origin: be descended (from) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( ἔσσαν byz.: ἦσαν Σ̆{1}, Turyn) O. 9.54b possessive: be of, belong toγνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.318 c. ἐκ, ἀπό.a be, come fromχρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.b be born ofυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18
B part.1 pres. part.a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106
ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116
οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94
οἷος ἐὼν θρέψενποτὲ P. 3.5
Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19
Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44
κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17
πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47
εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100
θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32
Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30
ἐὼν καλὸς I. 2.4
θεότιμος ἐών I. 6.13
]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.b where the part. is concessive.σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265
καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.c where the part. is conditional.ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39
d followingφαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
cf. P. 4.170e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼν” N. 10.87f subs., n. pl., goods, possessionsοὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32
]ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35
m. pl., living ( φάμα)· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.272 fut. part.aἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8
b subs.τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27
C various impersonal usages.a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29
φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11
εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7
εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.b c. adj., part. & inf.ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33
θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71
φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287
ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33
πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32
c = ἔξεστι,c acc. & inf. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν ( ἑὰν codd. Σγρ: ἐὰν Σγρ: ἓ τὰν Boeckh) N. 7.24 οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Böhmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149
ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13
]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3. -
13 ἐμός
1 my, our referring normally to both chorus and Pindar, but occasionally to the chorus alone Πα. 2. 29 e. g., and apparently to Pindar alone P. 3.78, P. 10.56, e. g.ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν O. 6.84
ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξεὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105
πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται O. 10.3
ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί, τὰν κοῦραι παῤ ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι (ὅτι ἐγειτνία τῇ Πινδάρου οἰκήσει Μητρὸς θεῶν ἱερὸν καὶ Πανός, ὅπερ αὐτὸς ἱδρύσατο. Σ, but v. Fränkel, Hermes 1961, 392 on Kallistratos) P. 3.78τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω κατ ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (ἀπὸ τοῦ χοροῦ ἢ ἀπὸ τοῦ ποιητοῦ. Σ, but possibly both. cf. O. 6.84) P. 5.72ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (reference unknown) P. 8.58Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων P. 10.64
θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; N. 3.27κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.85
Αἰακὸν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ (ἑᾷ Hermann: “quo sensu Aeacus Thebanorum πολίαρχος dici potuerit ignoramus.” Puech: cf. v. 61 ξεῖνός εἰμι) N. 7.85τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, ἐμὰν δόξαν κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων (κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν. Σ.) N. 11.24μᾶτερ ἐμὰ, χρύσασπι Θήβα I. 1.1
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς i. e. to Thrasyboulos of Akragas I. 2.48τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19
ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν a chorus of Abderitans sing of their founding city Teos Pae. 2.29ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
]ἐμὸν τ[ Pae. 10.17
]νας ἐμᾶς διψῶντα[ Παρθ. 2.. μελισσοτεύκτων κηρίων ἐμὰ γλυκερώτερος ὀμφά fr. 152. ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 3. in direct speech, “ ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” O. 6.16 “ ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” P. 4.106 “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.42 “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (τοῦτο ἰσοδυναμεῖ τῷ κατὰ ἐμὲ ἢ κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην. Σ.) I. 8.38 “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.44
-
14 σκοτεινός
1 gloomyξεῖνός εἰμᾰ· σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.60
-
15 ὦν
1 emphasising duality,aμήτ' ὦν, οὔτ ὦν οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ ὦν φιλόνικος ἄγαν O. 6.19
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο O. 6.52
μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.39
οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν fr. 220. 2.bαἴτ' ὦν ξεῖνος αἴτ ὦν ἀστός P. 4.78
2 c. μέν, δέ.a μὲν ὦν.I where the emphasis is on the transition to details,ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.111
καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους. τοὺς μὲν ὦν P. 3.47
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82
II where μέν is also prospective. ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει. τοὶ μὲν ὦν (revertitur oratio ad ea quae prius dicta erant, Rumpel) I. 4.7III where ὦν empha sises prospective μέν, i. e. accents the duality of the statement.ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν. τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10
τοῦτό γέ τοι ἐρέω· καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι. εἰ δέ τις fr. 42. 3.b δ' ὦν, δ οὖν, transitional, introducing a new theme,ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103
-
16 Γερήνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γερήνιος
-
17 δίδωμι
δίδωμι, Il.23.620, etc. (late [full] δίδω POxy. 121 (iii A. D.)); late forms, [ per.] 1pl. διδόαμεν v. l. in J.BJ3.8.5, etc., [ per.] 3pl. δίδωσι ([etym.] παρα-) Id.AJ10.4.1, etc.; but thematic forms are freq. used, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., διδοῖς, διδοῖσθα, Il.9.164, 19.270,Aδιδοῖ Od.17.350
, Mimn.2.16, Hdt.2.48, Hp.Aër.12 ([etym.] ἀνα-), A.Supp. 1010, etc.,διδοῦσι Il.19.265
(always in Hom.), dub. in [dialect] Att., Antiph.156; imper.δίδου Thgn.1303
, Hdt.3.140, E.Or. 642,δίδοι Pi.O.1.85
, Epigr. in Class.Phil.4.78, [dialect] Ep.δίδωθι Od.3.380
; inf. διδόναι, alsoδιδοῦν Thgn.1329
, [dialect] Ep.διδοῦναι Il.24.425
, [dialect] Aeol.δίδων Theoc.29.9
; part. διδούς, [dialect] Aeol.δίδοις Alc.Supp.23.13
: [tense] impf. ἐδίδουν -ους -ου, Ar.Eq. 678, Od.19.367, 11.289 ([dialect] Ep.δίδου Il. 5.165
), etc.; [ per.] 3pl.ἐδίδοσαν Hdt.8.9
, etc., ἐδίδουν (v.l. ἐδίδων) Hes. Op. 139, D.H.5.6 codd. ([etym.] ἀπ-), also ἔδιδον prob. in h.Cer. 437, δίδον ib. 328; [dialect] Ep. iter.δόσκον Il.14.382
: [tense] fut.δώσω 14.268
, etc., [dialect] Ep.διδώσω Od.13.358
, 24.314; inf.δωσέμεναι Il.13.369
: [tense] aor. 1 ἔδωκα, used only in ind., Od.9.361, etc., [dialect] Ep.δῶκα Il.4.43
: [tense] aor. 2 ἔδων, used in pl. ind. ἔδομεν ἔδοτε ἔδοσαν ([dialect] Lacon.ἔδον IG5(1).1
B1), and in moods, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς; [dialect] Ep. forms of [tense] aor., subj. [ per.] 3sg. δώῃ, δώῃσι, δῷσι, Il.16.725, 1.324, Od.2.144; [ per.] 3sg. δώη, [dialect] Boeot. (Delph.), IG7.3054 (Lebad.),δοῖ PPetr.2
.p.24; [ per.] 1pl.δώομεν Il.7.299
, Od.16.184, [ per.] 3pl.δώωσι Il.1.137
; [ per.] 3sg. opt. is written ,δοῖ IG14.1488
, etc.; inf.δόμεναι Il.1.116
,δόμεν 4.379
(also [dialect] Dor., Ar.Lys. 1163 ([etym.] ἀπο-), δόμειν SIG942
([place name] Dodona)); Cypr. inf.δοϝέναι Inscr.Cypr.135.5H.
(also opt. δυϝάνοι ib. 6); Arc. part.ἀπυ-δόας IG5(2).6.13
([place name] Tegea); inf. (Orchom., iii B. C.), also in later Greek, BGU38.13 (ii A. D.): [tense] pf.δέδωκα Pi.N.2.8
, etc.; [dialect] Boeot. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδόανθι IG7.3171.35
(Orchom.): [tense] plpf.ἐδεδώκει X.Cyr.1.4.26
:—[voice] Med. only in compds.:— [voice] Pass., [tense] fut. , Is.3.39, etc.: [tense] aor.ἐδόθην Od.2.78
, etc.: [tense] pf.δέδομαι Il.5.428
, A.Supp. 1041, Th.1.26, etc.; [ per.] 3pl. : [tense] plpf.ἐδέδοτο Th.3.109
:—give freely,τινί τι Od.24.274
, etc.: in [tense] pres. and [tense] impf., to be ready to give, offer, Il.9.519, Hdt.5.94, 9.109, Ar.Fr. 100, X.An.6.3.9, etc.; things offered,D.
18.119.2 of the gods, grant, assign, κῦδος, νίκην, etc., Il.19.204, 11.397, etc.; of evils, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, etc., 1.96, 19.270, Od.9.15, etc.; twice in Hom. in [voice] Pass., οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα not to thee have deeds of war been granted, Il.5.428, cf. Od.2.78; later εὖ διδόναι τινί give good fortune, provide well for.., S.OT 1081, OC 642, E.Andr. 750: abs., of the laws, grant permission,δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Is.7.2
, cf. Pl.Lg. 813c.4 with inf. added, ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν.. ἐς πόλεμον φορέειν gave it him to wear in war, Il.15.532, cf. 23.183;δῶκε [τεύχεα] θεράποντι φορῆναι 7.149
: later freq. of giving to eat or drink,ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172
, cf. Cratin.124, Pherecr.69, etc.;ἐδίδου ῥοφεῖν Ar.Fr. 203
;δίδου μασᾶσθαι Eup. 253
;δὸς καταφαγεῖν Hegem.1
;τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Pherecr.41
;δὸς τὴν μεγάλην σπάσαι Diph.17.7
; with inf. omitted,φιάλην ἔδωκε κεράσας Ephipp.10
;εὐζωρότερον δός Diph.58
; also of giving water to wash with, δίδου κατὰ χειρός (sc. νίψασθαι) Arched.2.3, cf. Alex.261.2.5 Prose phrases, δ. ὅρκον, opp. λαμβάνειν, tender an oath, , cf. D.39.3, Arist. Rh. 1377a8; δ. ψῆφον, γνώμην, put a proposal to the vote, propose a resolution, D.21.87, 24.13: δ. χάριν, = χαρίζεσθαι, S.Aj. 1354, Cratin. 317; ὀργῇ χάριν δούς having indulged.., S.OC 855; λόγον τινὶ δ. give one leave to speak, X.HG5.2.20;δ. λόγον σφίσι
deliberate,Hdt.
1.97;οὐκ, εἰ διδοίης.. σαυτῷ λόγον S.OT 583
; δοῦναι, λαβεῖν λόγον, Arist.SE 165a27 (but δ. λόγον, εὐθύνας, render accounts, IG12.91, al.): δ. δίκην or δίκας, v. δίκη: ἀκοὴν δ. λόγοις lend an ear to.., S. El.30, etc.; δ. ἐργασίαν give diligence, = Lat. dare operam, OGI441.109 (Lagina, i B. C.), POxy.742.11: c. inf., Ev.Luc.12.58: abs., sc.πληγήν, λίθῳ δ. τινί PLips. 13 iii 3
; ἐμβολὰς διδόναι, ram, of ships, D.S.13.10.II c. acc. pers., hand over, deliver up,ἀχέεσσί με δώσεις Od.19.167
;μιν.. ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Il.5.397
;Ἕκτορα κυσίν 23.21
;πυρί τινα Od.24.65
;πληγαῖς τινά Pl.R. 574c
;ἔδωκε θῆρας φόβῳ Pi.P.5.60
.2 of parents, give their daughter to wife,θυγατέρα ἀνδρί Il.6.192
, Od.4.7; also of Telemachus,ἀνέρι μητέρα δώσω 2.223
; τὴν.. Σάμηνδε ἔδοσαν gave her in marriage to go to Samé, 15.367, cf. 17.442; with inf. added,δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Il. 14.268
: in Prose and Trag.,θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Hdt.1.107
, cf. Th.6.59, X.HG4.1.4, etc.: abs.,ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Hdt. 5.92
.β, cf. E.Med. 288; alsoδ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117
.3 διδόναι τινά τινι grant another to one's entreaties, pardon him at one's request, X.An.6.6.31; διδόναι τινί τι forgive one a thing, condone it, E.Cyc. 296 (s. v. l.).4 δ. ἑαυτόν τινι give oneself up,δ. σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι Hdt.6.108
, cf. S.Ph.84, Th.2.68;τινὶ εἰς χεῖρας S.El. 1348
;δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς D.18.97
;εἰς τοὺς κινδύνους Plb.3.17.8
;εἰς ἔντευξιν Id.3.15.4
; εἰς τρυφήν, εἰς λῃστείας, D.S.17.108, 18.47: c. inf., .5 appoint, establish, of a priest, LXXEx.31.6; δῶμεν ἀρχηγόν ib.Nu. 14.4; δ. τινὰ εἰς ἔθνος μέγα ib.Ge.17.20; place, τινὰ ὑπεράνω πάντα τὰ ἔθνη ib.De.28.1:—[voice] Pass., οἱ δεδομένοι, = Nethinim, ministers of the Temple, ib.Ne.5.3; ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα .. orders were given them that.., Apoc.9.5.III in vows and prayers, c. acc. pers. et inf., grant, allow, bring about that.., esp. in prayers, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω grant that he may go.., Il.3.322;τὸν κασίγνητον δότε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.Supp.1.2
; δός με τείσασθαι give me to.., A.Ch.18, cf. Eu.31; also c. dat. pers.,τούτῳ.. εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί Id.Th. 422
;θεοὶ δοῖέν ποτ' αὐτοῖς.. παθεῖν S.Ph. 316
, cf. OC 1101, 1287, Pl.Lg. 737b.2 grant, concede in argument,δ. καὶ συγχωρεῖν Id.Phd. 100b
, cf. Arist.Metaph. 990a12, al.: c. inf., Id.Ph. 239b29;δ. εἶναι θεούς Iamb.Myst.1.3
;ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει Arist.Ph. 186a9
; δεδομένα, τά, data, title of work by Euclid; ἡ δοθεῖσα γραμμή, γωνία, etc., Pl.Men. 87a, Euc.1.9, etc.;δεδόσθω κύκλος Archim.Sph.Cyl.1.6
, al.; also in Alchemy, δός take certain substances, Pleid.X.69.IV Gramm., describe, record, Sch.Pi. P.5.93, Sch.Il.16.207.V seemingly intr., give oneself up, devote oneself, c. dat., esp.ἡδονῇ E.Ph.21
, Plu.Publ.13;ἡδοναῖς Philostr. VS1.12
;ἐλπίδι J.AJ17.12.2
;εἰς δημοκοπίαν D.S.25.8
; at full speed,Alciphr.
3.47. -
18 εἴτε
A sive..sive.., either..or.., whether..or.., so that two cases are put as equally possible or equivalent ; thrice repeated, S.El. 606 ;εἴτ' οὖν.., εἴτε.. Id.OT 1049
;εἴτ' οὖν.., εἴτε καί.. A.Ag. 843
;εἴτ' οὖν.., εἴτ' οὖν.. Id.Ch. 683
;εἴτε.., εἴτ' ἄρ' οὖν.. S.Ph. 345
;εἴτε.., εἴτ' αὖ.. Pl. Phlb. 34b
;εἴτε καί.., εἴτε καί.. Id.R. 471d
: with Substantives,τὴν εἴθ' ἡδονὴν εἴτε ἀπονίαν ἢ εὐστάθειαν Plu.2.1089d
: the first εἴτε is sts. omitted in Poets,ξεῖνος, αἴτ' ὦν ἀστός Pi.P.4.78
;αἰνεῖν, εἴτε με ψέγειν θέλεις A.Ag. 1403
;μύραινά γ', εἴτ' ἔχιδν' ἔφυ Id.Ch. 1002
;λόγοισιν, εἴτ' ἔργοισιν S.OT 517
, cf. Tr. 236 ; and even in Prose,πόλις, εἴτε ἰδιῶται Pl.Lg. 864a
, cf. 907d, Sph. 224e : the first εἴτε is sts. replaced by εἰ, as εἰ..εἴτε.., Lat. utrum..an.., v.l. in Hdt.3.35 ;εἰ.. εἴτε καί.. A.Ch. 768
;εἰ..εἴτε μή Id.Eu. 468
;εἰ μὲν.., εἴτε καὶ μή.. X.Cyr.2.1.7
; sts. ἤ (ἠὲ καί.. v.l. in Il.2.349 ) stands for the second εἴτε, E.El. 896, Pl.Phdr. 277d, IG1.40.5 ; or for the first, S.Aj. 178 (lyr.), E.Alc. 115 (lyr.) ; εἴτε.. εἴτε.., c. subj. (cf. εἰ), v.l. in Archyt. ap Stob.3.1.105.II in indirect questions, Od.3.90, etc. ; . -
19 εὐμενής
A well-disposed, kindly, τινι to one, epith. of gods, h.Hom. 22.7 (not in Il. or Od.), Pi.P.2.25, A.Supp. 686 (lyr.), cf. X.HG6.4.2;ἵλεως καὶ εὐ. Id.Cyr.1.6.2
, Theoc.5.18;Ἑρμῆς IGRom.1.1228
(Egypt, ii A. D.);τὸ τῶν θεῶν εὐ. D.4.45
.2 of men, A. Pers. 175 (troch.), Supp. 488 ([comp] Comp.); , etc.; εὐ. πρός τι well-disposed for it, Plu.Luc.42; τὸ εὐ., = εὐμένεια, Pl.Lg. 792e;ξεῖνος δὲ ξείνψ.. -έστατον πάντων Hdt.7.237
: in [dialect] Dor. Prose, Schwyzer 84 (Argos, v B. C.).3 of actions, etc., εὐμενεῖ τύχα, νόῳ, Pi.O.14.15, P.8.18; εὐ. ὀλολυγμός signifying goodwill, friendly, A.Th. 268.4 of places and things, γῆ εὐ. ἐναγωνίσασθαι favourable to fight in, Th.2.74; εὐμενεῖ ποτῷ (of a river) kindly, bounteous, A. Pers. 487; of the air, mild, soft, Thphr.CP2.1.6; so of medicines, beneficial,ὑποχονδρίψ καὶ σπλάγχνοισιν Hp.Acut.59
, cf.Aret.CA1.3; but also, agreeable, [κόμμι]-έστερον κόλλης Hp.Art.33
; of a road, easy, X.An.4.6.12 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμενής
-
20 εὐπηγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπηγής
См. также в других словарях:
ξείνος — ξεῑνος, ό και ἡ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. ξένος … Dictionary of Greek
ξεῖνος — ξένος 1 guest friend masc nom sg (ionic) ξένος 2 guest friend masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
гость — м., укр. гiсть, род. п. гостя, др. русск. гость гость, чужестранец, приезжий купец , ст. слав. гость ξένος, гостити ξενίζειν (Супр.), болг. гост, сербохорв. го̑ст, род. п. го̏ста, словен. gȏst, чеш. host, слвц. host , польск. gosc, в. луж. hosc … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Ionische Sprache — Verbreitungsgebiet der griechischen Dialekte um 400 v. Chr. Ionisch in Blau. Das Ionische ist ein Dialekt des Altgriechischen, der vom Stamm der Ionier gesprochen wurde. Das Verbreitungsgebiet des Dialekts umfasste die Westküste Kleinasiens, die… … Deutsch Wikipedia
Ionisches Griechisch — Verbreitungsgebiet der griechischen Dialekte um 400 v. Chr. Ionisch in Blau. Das Ionische ist ein Dialekt des Altgriechischen, der vom Stamm der Ionier gesprochen wurde. Das Verbreitungsgebiet des Dialekts umfasste die Westküste Kleinasiens, die… … Deutsch Wikipedia
Fremd — Frêmd, er, este, adj. et adv. 1. * Eigentlich, entfernt, fern, in welcher nunmehr veralteten Bedeutung es noch Ephes. 2, 14 vorkommt; daß ihr zu derselben Zeit waret – fremde von den Testamenten der Verheißung. Zu den Zeiten der Schwäbischen… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Ионийские диалекты древнегреческого языка — Расположение греческих диалектов в классический период … Википедия
ξεινήιον — ξεινήιον, τὸ (Α) (ιων. και επικ. τ.) 1. δώρο που έδινε εκείνος που φιλοξενούσε στον φιλοξενούμενο του όταν έφευγε προς ανάμνηση τής φιλοξενίας («Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήιον εἶναι», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. τὰ ξεινήια δώρα που αντάλλασσαν οι… … Dictionary of Greek
ξεινοβάκχη — ξεινοβάκχη, ἡ (Α) (για τη Μήδεια) αυτή που είναι μανιώδης εξαιτίας τού έρωτα τον οποίο νιώθει για ξένο, δηλ. τον Ιάσωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεῖνος, ιων. τ. τού ξένος + βάκχη) … Dictionary of Greek