Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μόνος

  • 81 сиротеть

    -ю, -еешь
    ρ.δ.
    1. ορφανεύω, μένω ορφανός.
    2. μτφ. εκκενώνομαι, αδειάζω•

    сиротеть уезжают дети сиротеть еет дом φεύγουν τα παιδιά, αδειάζει το σπίτι.

    || είμαι (μένω) μόνος, μοναχός, έρημος.

    Большой русско-греческий словарь > сиротеть

  • 82 сиротливый

    επ. βρ: -лив, -а, -о
    ορφανεμένος, μόνος, μοναχικός, μονήρης. || θλιμμένος, λυπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > сиротливый

  • 83 сирый

    επ., βρ: сир, -а, -о
    παλ.
    1. ορφανός, ορφανεμένος. || μόνος, μοναχός, μονήρης.
    2. φτωχός, άμοιρος.

    Большой русско-греческий словарь > сирый

  • 84 соло

    ουδ. άκλ. μονωδία, σόλο.
    επίρ. μόνος, ένας, μονάχος.

    Большой русско-греческий словарь > соло

  • 85 уединённый

    επ. από μτχ.
    μεμονωμένος, μοναχικός• ξέχωρος• απόμερος•

    уединённый домик μεμονωμένο σπιτάκι.

    || απομονωμένος, ξεμοναχιασμένος μόνος, μοναχός, μονήρης.

    Большой русско-греческий словарь > уединённый

  • 86 холостой

    επ., βρ: холост
    -а.
    1. άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης•

    холостой мужчина ο μπεκιάρης•

    -ая жизнь εργέν ικη ζωή.

    || μόνος, μοναχός, αζευγάρωτος•

    холостой волк μονόλυκος•

    -ая утка αζευγάρωτη πάπια.

    2. βλ. холощный. || στείρος, στέρφος•

    -ая кобыла στείρα φοράδα.

    || (για φυτά)• άκαρπος.
    3. κενός•

    холостой ход λε ι-τουργεία στο κενό, χωρίς φόρτιση.

    4. (στρατ.)-άσφαιρος• εικονικός•

    -ые патроны εικονικά φυσίγγια•

    -ые снаряды εικονικά βλήματα.

    5. παλ. • άδειος, κενός, ακατοίκητος•

    -ые постройки ακατοίκητα οικήματα.

    Большой русско-греческий словарь > холостой

  • 87 чужой

    επ.
    ξένος•

    чужой дом ξένο σπίτι•

    -ые вещи ξένα πράγματα•

    -ая страна ξένη χώρα•

    -ие края ξένα μέρη•

    назваться -им именем με φωνάζουν με το ψευδώνυμο•

    за чужой счёт σε βάρος άλλου, με ζημιά άλλου•

    с -их слов εξ ακοής (ακουστά).

    ουσ. ο ξένος, ο αλλοδαπός.
    εκφρ.
    - ими руками – με ξένα χέρια (όχι μόνος), με τη βοήθεια άλλων•
    в -ие руки – σε ξένα χέρια (σε ξένους ανθρώπους).

    Большой русско-греческий словарь > чужой

  • 88 шапка

    θ.
    1. σκούφος, σκούφια•

    барашковая шапка σκούφια από αρνίσιο δέρμα•

    без -и ξεσκούφωτος, ασκεπής.

    || μτφ. κάθε αντικείμενο θολοειδές.
    2. μεγάλη επικεφαλίδα εφημερίδας.
    εκφρ.
    по -е – (απλ.) στην άκρη, στη μπάντα• εξω απ εδώ• κάτω•
    - ами кидать – είναι παιγνίδι (δεν παρουσιάζει δυσκολία)•
    дать по -е – α) χτυπώ, β) διώχνω, απολύω, παύω•
    получить по -е – (απλ.)• α) τις τρώγω, με δέρνουν, β) διώχνομαι από κάπου•
    на воре шапка горит – όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται (προδίνεται μόνος του).

    Большой русско-греческий словарь > шапка

  • 89 я

    меня, мне, меня, мною, κ. мной, обо мне προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου• εγώ•

    я и мой брат εγώ και ο αδερφός μου•

    отпустите меня домой αφήστε με να πάω σπίτι μου•

    вчера меня не было дома χτες εγώ δεν ήμουν στο σπίτι•

    она меня любит αυτή με αγαπάει•

    я пишу εγώ γράφω•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος (μόνος μου) το έφτιαξα•

    не забываете меня μη με ξεχνάτε•

    вспомните меня θυμηθήτε με•

    эта работа сделана мной (мною) αυτή η δουλειά έγινε από μένα (την έκανα εγώ)•

    всё я да я όλο εγώ κι εγώ•

    бедный я! ο δύστυχος εγώ!

    ουσ. ουδ. άκλ. (φιλοσ.) το εγώ•

    всё моё я όλο το εγώ μου•

    наше я το εγώ μας.

    εκφρ.
    я тебя (его, вас, их) – θα σου (του, σας, τους) δείξω εγώ (σαν απειλή)•
    по мне – κατ εμέ, κατά τη γνώμη μου•
    я не я – τίποτε δεν ξέρω, δεν έχω καμιά σχέση με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > я

См. также в других словарях:

  • μόνος — alone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μονός — ή, ό (Μ μονός, ή, όν) (για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά τού δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγό νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή») 2. (για άνθος) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • μονός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, ο απλός: Μονό κρεβάτι. 2. (για αριθμούς), αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί ακριβώς με το δύο, ο περιττός: Το τρία είναι μονός αριθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόνος — η, ο 1. μονάχος, μοναχός, χωρίς τους άλλους: Πέρασε μόνος τις διακοπές. 2. μοναδικός: Η μόνη του χαρά ήταν τα εγγόνια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόνα — μόνος alone neut nom/voc/acc pl μόνᾱ , μόνος alone fem nom/voc/acc dual μόνᾱ , μόνος alone fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονώτατα — μόνος alone adverbial superl μόνος alone neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονώτατον — μόνος alone masc acc superl sg μόνος alone neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῦνον — μόνος alone masc acc sg (epic ionic) μόνος alone neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούνω — μόνος alone masc/neut nom/voc/acc dual (epic ionic) μόνος alone masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) μονόω make single pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μονόω make single imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούνων — μόνος alone fem gen pl (epic ionic) μόνος alone masc/neut gen pl (epic ionic) μονόω make single imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) μονόω make single imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»