-
21 мерило
-а ουδ.μέτρο•мерило стоимости μέτρο αξίας.
|| μτφ. κριτήριο1; -
22 модуль
-я α.1. μέτρο συσχετισμού.2. συντελεστής ή μέτρο.3. εμβάτης αναλογίας. -
23 сажень
-и γεν. πλθ. -ей κ. сажень, -и, η γεν. πλθ. -й, к. сажен θ.1. η σάζενα (παλαιό ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με 2,134 μ.)•2. επιφάνεια μιας σάζενας•сажень земли μια σάζενα γης.
3. μέτρο μήκους μιας σάζενας. -
24 средство
-а ουδ.1. μέσο, τρόπος• μέτρο•радикальное средство ριζικό μέτρο•
придумать для успешного завершения дела σκέφτομαι τρόπο για πλήρη επιτυχία της υπόθεσης.
2. πλθ. -а τα μέσα•-а производства τα μέσα παραγωγής•
транспортные -а τα μεταφορικά μέσα.
|| φάρμακο•средство от головной боли φάρμακο για τον πονοκέφαλο.
3. πλθ. -а τα προς του ζειν (χρήματα, πόροι ζωής)•-а существования τα μέσα για τη ζωή (ύπαρξη).
|| μτφ. οι δυνατότητες• τα δυνατά. || μτφ. παλ. οι ικανότητες. -
25 баррель
το βαρέλι (μέτρο χωρητικότητας) βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ (πίνακας 11).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баррель
-
26 болометр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болометр
-
27 вискозиметр
το ιξωδόμετρο, το ιξό-μετρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вискозиметр
-
28 газгольдер
το αεριοφυλάκιο, το αεριό-μετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газгольдер
-
29 затакт
муз. το ελλιπές αρχικό μέτρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затакт
-
30 инерция
η αδράνει/αмерой - и является масса το μέτρο της - ας είναι η μάζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инерция
-
31 кубометр
το κυβικό μέτρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кубометр
-
32 мановакуумметр
το μανοκενό μέτροτο σύνθετο όργανο μέτρησης της πίεσης και του κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мановакуумметр
-
33 мерка
(для измерения) το μέτρο, η μονάδα μέτρησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мерка
-
34 мероприятие
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мероприятие
-
35 метрополитен
ο μητροπολιτικός σιδηρόδρομοςо υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, разг. το μετρόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > метрополитен
-
36 микрокалориметр
το μικροθερμιδό-μετρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микрокалориметр
-
37 микроколориметр
το μικροχρωματό-μετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микроколориметр
-
38 микромагнитометр
το μικρομαγνητό-μετρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микромагнитометр
-
39 микроспектрометр
το μικροφασματό-μετρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микроспектрометр
-
40 миллиметр
το χιλιοστό μέτρο, το χιλιοστό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > миллиметр
См. также в других словарях:
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… … Dictionary of Greek
μετρό — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μέτρο — το 1. η βασική μονάδα του δεκαδικού μετρικού συστήματος, μονάδα μήκους (μ.), μονάδα επιφάνειας (τ.μ.), μονάδα όγκου ή χωρητικότητας (κ.μ.): Το μήκος του φράχτη έφτανε τα 20 μέτρα. – Το εμβαδόν του οικοπέδου ήταν 120 τετραγωνικά μέτρα. 2. καθετί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
κρητικό μέτρο — Στην αρχαία ελληνική μετρική, κ.μ. ονομαζόταν το μέτρο που αποτελείτο από παίωνες, είδος ποδών. Κάθε παίων συνίστατο από πέντε πρώτους χρόνους, δηλαδή από μία τρίχρονη θέση και μία δίχρονη άρση (U U U | U U). Το κύριο μετρικό σχήμα του πόδα αυτού … Dictionary of Greek
αισχριώνειο μέτρο — Ονομασία μέτρου, που το μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι διδακτικοί ποιητές. Η λέξη προέρχεται από το όνομα του λυρικού ποιητή Αισχρίωνα, ιαμβογράφου από τη Σάμο. Το α.μ. ονομαζόταν παλαιότερα ιππωνάκτειο … Dictionary of Greek
δήμευση — Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ.,… … Dictionary of Greek
επιδεκτικότητα — Μέτρο της ιδιότητας ενός υλικού (στερεού, υγρού ή αερίου) να πολώνεται όταν υφίσταται τη δράση ενός μαγνητικού πεδίου, δηλαδή να παρουσιάζει μαγνητικό χαρακτήρα στην επιφάνειά του. Στην ηλεκτροστατική, η ε. είναι η ιδιότητα των σωμάτων να… … Dictionary of Greek
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
δικαιοστάσιο — Μέτρο που επιβάλλεται με ειδικό νόμο σε έκτακτες περιστάσεις. Πρόκειται για την προσωρινή αναστολή του έργου της δικαιοσύνης· με το δ. εμποδίζεται η επιδίωξη των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων και παράλληλα αναστέλλεται η παραγραφή τους. * * * το η… … Dictionary of Greek