Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με+αναστροφή

  • 21 оборот

    α.
    1. στροφή•

    количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•

    колеса η στροφή του τροχού.

    || γύρισμα, αναστροφή•

    оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.

    2. κύκλος•

    оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).

    || κυκλοφορία•

    оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•

    пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•

    годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.

    3. χρήση, χρησιμοποίηση•

    пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•

    ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.

    4. στροφή•

    оборот реки στροφή του ποταμού.

    || καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).
    5. τροπή•

    дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).

    6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•

    оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).

    7. έκφραση•

    р-чи έκφραση λόγου•

    неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.

    εκφρ.
    брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > оборот

  • 22 переворачивание

    ουδ.
    γύρισμα, αναστροφή. || ανατροπή, αναποδογύρ ιαμα. || ξεφύλλισμα. || μεταλλαγή, διαφοροποίηση. || αναστάτωση ψυχική.

    Большой русско-греческий словарь > переворачивание

  • 23 переворот

    α.
    1. απότομη στροφή, αλλαγή ανατροπή• επανάσταση•

    переворот в науке επανάσταση• στην επιστήμη.

    2. πραξικόπημα•

    государственный переворот κρατικό πραξικόπημα•

    был совершн ή совершился переворот έγινε πραξικόπημα.

    3. αναστροφή.

    Большой русско-греческий словарь > переворот

  • 24 подвёртка

    θ.
    1. αναδίπλωση, αναστροφή (ενδυμάτων).
    2. βίδωμα, στρίψιμο, κοχλίωση.
    3. (απλ.) βλ. портянка,
    4. υποπεριτύλιγμα.

    Большой русско-греческий словарь > подвёртка

  • 25 разворот

    α.
    1. (απλ.) γκρέμισμα, χάλα-μα.
    2. βλ. развртка 2
    3. ανάπτυξη, εξέλιξη.
    4. μετασχηματισμός.
    5. στροφή•

    разворот танка η στροφή του τανκς.

    6. αναστροφή, η εσωτερική όψη (διπλωμένου φύλλου).

    Большой русско-греческий словарь > разворот

  • 26 тряска

    θ.
    1. σείση, κούνημα, δόνηση, τίναγμα.
    2. (για χόρτο) αναστροφή, γύρισμα,
    εκφρ.
    задать -у – τιμωρώ αυστηρά• χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > тряска

См. также в других словарях:

  • ἀναστροφῇ — ἀναστροφή turning upside down fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστροφή — turning upside down fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναστροφή — η 1. αναποδογύρισμα: Είχαν αρχίσει να φοβούνται αναστροφή του σκάφους. 2. αλλαγή πορείας ιστιοφόρου ώστε να χει τον άνεμο από την αντίθετη πλευρά: Ούτε με την αναστροφή κατάφεραν να μπουν στο λιμάνι. 3. ανέβασμα του τόνου δισύλλαβης πρόθεσης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… …   Dictionary of Greek

  • εαρινή αναστροφή — Αναστροφή της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων των λιμνών, η οποία συμβαίνει κατά την άνοιξη. Το νερό των λιμνών έχει μέγιστη πυκνότητα περίπου στους 40°C και μικρότερη πάνω και κάτω από αυτό το όριο. Το καλοκαίρι τα επιφανειακά ύδατα… …   Dictionary of Greek

  • ἀναστροφαῖς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστροφαί — ἀναστροφή turning upside down fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστροφῆς — ἀναστροφή turning upside down fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστροφῇς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστροφήν — ἀναστροφή turning upside down fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστροφῶν — ἀναστροφή turning upside down fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»