-
1 μετατρέπω
1 change πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a. -
2 μετατρέπω
A overthrow, l.c.2 turn back or away, μοῖραν -τρᾰπεῖν ([tense] aor. 2 inf.) Pi.Fr. 177;μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα A.R.3.261
;οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων LXX4 Ma.15.18
.3 change,νόημα AP9.114
(Parmen.):—[voice] Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 ( μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e).II [voice] Med., turn oneself round, turn round, θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ' Il.1.199, etc.2 [voice] Med. with [tense] aor. 2 [voice] Pass. μετετράπην, look back to, care for, show regard for, c. gen.,Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις 1.160
, cf.12.238;σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος 9.630
: c. acc.,οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν LXX 4 Ma.7.12
.—Not in Prose before Aristeas.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετατρέπω
-
3 μετατρέπω
μετατρέπω 1 aor. 3 sg. μετέτρεψε, inf. μετατρέψαι (both LXX). Pass.: 2 aor. μετετράπην, impv. μετατραπήτω (Hom. et al.; 4 Macc; EpArist 99; Philo) turn around pass. be turned (Quint. Smyrn. 11, 270) laughter into grief Js 4:9.—M-M. -
4 μετατρέπω
μετατρέπομαιpres subj act 1st sgμετατρέπομαιpres ind act 1st sg -
5 μετατρέπω
+ V 0-0-0-0-4=4 4 Mc 6,5; 7,12; 15,11.18A: to change the mind of [τινα] 4 Mc 15,18; to change, to pervert [τι] (of principles) 4 Mc 15,11 P: to be moved in one’s mind 4 Mc 6,5 -
6 μετατρέπω
1) alter2) convert3) transformΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μετατρέπω
-
7 τρέπω
+ V 2-0-0-0-15=17 Ex 17,13; Nm 14,45; Jdt 15,3; 2 Mc 3,24; 4,37A: to turn, to charge, to shift [τι] 4 Mc 7,3M: to turn to, to turn in the direction of [πρός τι] 3 Mc 5,3; to turn to [εἴς τι] 4 Mc 1,12; to rout, to put to flight [τινα] Ex 17,13P: to be turned to [εἴς τινα] Sir 37,2; id. [εἴς τι] Sir 39,27; id. [ἐπί τι] 2 Mc 9,2; to be moved to [ἐπί τι] 2 Mc 4,37; to be turned into, to be changed in [εἴς τι] 2 Mc 8,5ἐτράπησαν εἰς φυγήν they fled away Jdt 15,3 Cf. DORIVAL 1994, 68; LE BOULLUEC 1989, 191(→ἀνατρέπω, ἀποτρέπω, διατρέπω, ἐκτρέπω, ἐντρέπω, ἐπιτρέπω, μετατρέπω, περιτρέπω, προσανατρέπω,,) -
8 μετά
μετά [[pron. full] ᾰ, but [pron. full] ᾱ in S.Ph. 184 (s. v. l., lyr.)], poet. [full] μεταί, dub., only in μεταιβολία; [dialect] Aeol., [dialect] Dor., Arc. πεδά (q.v.): Prep. with gen., dat., and acc. (Cf. Goth.A mip, OHG. miti, mit 'with'.)A WITH GEN. (in which use μ. gradually superseded σύν, q.v.),I in the midst of, among, between, with pl. Nouns,μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων Od.10.320
;μ. δμώων πῖνε καὶ ἦσθε 16.140
;τῶν μέτα παλλόμενος Il.24.400
;πολλῶν μ. δούλων A.Ag. 1037
;μ. ζώντων εἶναι S.Ph. 1312
;ὅτων οἰκεῖς μέτα Id.OT 414
;μ. τῶν θεῶν διάγουσα Pl.Phd. 81a
(but κεῖσθαι μ. τινός with one, S.Ant.73): sts. the pl. is implied, μετ' οὐδενὸς ἀνδρῶν ναίειν, i.e. among no men, Id.Ph. 1103 (lyr.), etc.II in common, along with, by aid of (implying a closer union than σύν), μ. Βοιωτῶν ἐμάχοντο Il.13.700
, cf. 21.458; συνδιεπολέμησαντὸν πόλεμον μ. Ἀθηναίων IG12.108.7
;μ. ξυμμάχων ξυγκινδυνεύσειν Th.8.24
, cf. 6.79, etc.; μ. τῆς βουλῆς in co-operation with the council, IG12.91.10: in this sense freq. (not in ll., Od., Pi., rare in early Gr.) with sg., μετ' Ἀθηναίης with, i.e. by aid of, Athena, h.Hom. 20.2;μ. εἷο Hes.Th. 392
; μ. τινὸς πάσχειν, δρᾶν τι, A.Pr. 1067 (anap.), S.Ant.70; μ. τινὸς εἶναι to be on one's side, Th.3.56;μ. τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι X.Cyr.2.4.7
;μ. τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Pl.Ap. 32b
: generally, with, together with, with Subst. in sg. first in Hdt. (in whom it is rare exc. in the phrase οἱ μ. τινός, v. infr.), asκοιμᾶσθαι μ. τινός 3.68
, Timocl.22.2;εὕδειν μ. τινός Hdt.3.84
; οἱ μ. τινός his companions, Id.1.86, al., Pl.Prt. 315b: freq. with Prons.,μετ' αὐτοῦ S. Ant.73
; (anap.), etc.: less freq. of things,στέγη πυρὸς μ. S.Ph. 298
;μ. κιθάρας E.IA 1037
(lyr.);μ. τυροῦ Ar.Eq. 771
, etc.; , cf. E.Or. 573;ὄχλος μ. μαχαιρῶν καὶ ξύλων Ev.Matt.26.47
: indicating community of action and serving to join two subjects, Κλεομένης μετὰ Ἀθηναίων C. and the Athenians, Th.1.126: with pl. Verb,Δημοσθένης μ. τῶν ξυστρατήγων σπένδονται Id.3.109
, etc.; of things, in conjunction with, ; γῆρας μ. πενίας ib. 330a.III later, in one's dealings with,ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς μετ' αὐτῶν Act.Ap. 14.27
;ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ' αὐτοῦ Ev.Luc.10.36
;τί ἡμῖν συνέβη μ. τῶν ἀρχόντων PAmh.2.135.15
(ii A.D.): even of hostile action,σὺ ποιεῖς μετ' ἐμοῦ πονηρίαν LXX Jd.11.27
, cf. 15.3;πολεμῆσαι μ. τινός Apoc.12.7
, cf. Apollod.Poliorc.190.4 codd. (but μ. may be a gloss), Wilcken Chr.23.10 (v A.D.), OGI201.3 (Nubia, vi A. D.): to denote the union of persons with qualities or circumstances, and so to denote manner,τὸ ἄπραγμον.. μὴ μ. τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63
, etc.;ἱκετεῦσαι μ. δακρύων Pl.Ap. 34c
;οἴκτου μέτα S.OC 1636
;μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ.. ἐλλείπομεν Th.1.120
, cf. IG22.791.12;μ. ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70
; ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται ib. 103, etc.; , cf. Phdr. 249a, 253d; also, by means of,μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν X.Mem. 3.5.8
;γράφε μ. μέλανος PMag.Lond.121.226
.2 serving to join two predicates, γενόμενος μ. τοῦ δυνατοῦ καὶ ξυνετός, i.e. δυνατός τε καὶ ξυνετός, Th.2.15;ὅταν πλησιάζῃ μ. τοῦ ἅπτεσθαι Pl.Phdr. 255b
.IV rarely of Time, μ. τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, for ἅμα, Th.1.6; μετ' ἀνοκωχῆς during.., Id.5.25.B WITH DAT., only poet., mostly [dialect] Ep.:I between, among others, but without the close union which belongs to the genitive, and so nearly = ἐν, which is sts. exchanged with it,μ. πρώτοισι.. ἐν πυμάτοισι Il.11.64
:1 of persons, among, in company with,μετ' ἀθανάτοισι Il.1.525
;μετ' ἀνθρώποις B.5.30
;μ. κόραισι Νηρῆος Pi.O.2.29
; μ. τριτάτοισιν ἄνασσεν in the third generation (not μ. τριτάτων belonging to it), Il.1.252; of haranguing an assembly,μετ' Ἀργείοις ἀγορεύεις 10.250
, etc.; between, of two parties, .2 of things, μ. νηυσίν, ἀστράσι, κύμασιν, 13.668, 22.28, Od.3.91;δεινὸν δ' ἐστὶ θανεῖν μ. κύμασιν Hes. Op. 687
;χαῖται δ' ἐρρώοντο μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Il.23.367
;αἰετὼ.. ἐπέτοντο μ. π. ἀ. Od.2.148
.3 of separate parts of persons, between, μ. χερσὶν ἔχειν to hold between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 184, S. Ph. 1110 (lyr.), etc.;τὸν μ. χ. ἐρύσατο Il.5.344
; ὅς κεν.. πέσῃ μ. ποσσὶ γυναικός, of a child being born, 'to fall between her feet', 19.110; so μ. γένυσσιν, γαμφηλῇσιν, 11.416, 13.200;μ. φρεσί 4.245
, etc.II to complete a number, besides, over and above, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μ. τοῖσιν ἐλέγμην I reckoned myself to be with them a fifth, Od.9.335, cf. Il.3.188; Οὖτιν.. πύματον ἔδομαι μ. οἷς ἑτάροισι last to complete the number, i.e. after, Od.9.369, cf. A.Pers. 613, Theoc.1.39, 17.84.III c. dat. sg., only of collect. Nouns (or the equivalent of such,μεθ' αἵματι καὶ κονίῃσιν Il.15.118
),μ. στροφάλιγγι κονίης 21.503
;στρατῷ 22.49
;μ. πρώτῃ ἀγορῇ 19.50
, etc.;μετ' ἀνδρῶν.. ἀριθμῷ Od.11.449
;μετ' ἄλλῳ λαῷ A.Ch. 365
(lyr.).C WITH ACCUS.,I of motion, into the middle of, coming into or among, esp. where a number of persons is implied,ἵκοντο μ. Τρῶας καὶ Ἀχαιούς Il.3.264
;μ. φῦλα θεῶν 15.54
, cf. Od.3.366, al.;μ. μῶλον Ἄρηος Il.16.245
;μ. λαὸν Ἀχαιών 5.573
, al.; μ. στρατόν, μεθ' ὅμιλον, μεθ' ὁμήγυριν, 5.589, 14.21, 20.142: so of birds, ὥς τ' αἰγυπιὸς μ. χῆνας (though this may be referred to signf. 2), 17.460; of things,εἴ τινα φεύγοντα σαώσειαν μ. νῆας 12.123
; με μ... ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει plunges me into them, 2.376; of place,μ. τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων 6.511
; δράγματα μετ' ὄγμον πῖπτον into the midst of the furrow, 18.552.2 in pursuit or quest of, of persons, sts. in friendlysense, βῆ ῥ' ἰέναι μ. Νέστορα went to seek Nestor, Il.10.73, cf. 15.221: sts. in hostile sense, βῆναι μ. τινά to go after, pursue him, 5.152, 6.21, al.; also of things, πλεῖν μ. χαλκόν to sail in quest of it, Od.1.184; ἵκηαι μ. πατρὸς ἀκουήν in search of news of thy father, 2.308, cf. 13.415;οἴχονται μ. δεῖπνον Il.19.346
; πόλεμον μέτα θωρήσσοντο they armed for the battle, 20.329; ὡπλίζοντο μεθ' ὕλην prepared to seek after wood, 7.418, cf. 420;μ. δούρατος ᾤχετ' ἐρωήν 11.357
;μ. γὰρ δόρυ ᾔει οἰσόμενος 13.247
.II of sequence or succession,1 of Place, after, behind, λαοὶ ἕπονθ', ὡς εἴ τε μ. κτίλον ἕσπετο μῆλα like sheep after the bell-wether, Il.13.492, cf. Od.6.260, 21.190, h.Ven.69;ἔσχατοι μ. Κύνητας οἰκέουσι Hdt.4.49
; μ. τὴν θάλασσαν beyond, on the far side of the sea, Theo Sm.p.122 H.2 of Time, after, next to,μ. δαῖτας Od.22.352
; μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος after Hector thy death is at the door, Il.18.96;μ. Πάτροκλόν γε θανόντα 24.575
, cf. Hdt. 1.34;μετ' εὐχάν A.Ag. 231
(lyr.), etc.;μ. ταῦτα
thereupon, there-after,h.Merc.
126, etc.;τὸ μ. ταῦτα Pl.Phlb. 34c
;τὸ μ. τοῦτο Id.Criti. 120a
; μετ' ὀλίγον ὕστερον shortly after, Id.Lg. 646c;μ. μικρόν Luc. Demon.8
;μ. ἡμέρας τρεῖς μ. τὴν ἄφεδρον Dsc.2.19
;μ. ἔτη δύο J.BJ 1.13.1
;μ. τρίτον ἔτος Thphr.HP4.2.8
; μ. χρυσόθρονον ἠῶ after daybreak, h.Merc. 326: but μετ' ἡμέρην by day, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Pl.Phdr. 251e, etc.; μεθ' ἡμέραν, opp. νύκτωρ, E.Ba. 485;μ. νύκτας Pi.N.6.6
; μ. τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν after the boy or girl has attained the age of six years, Pl.Lg. 794c.3 in order of Worth, Rank, etc., next after, following [comp] Sup.,κάλλιστος ἀνὴρ.. τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.674
, cf. 7.228, 12.104, Od.2.350, Hdt.4.53, X.Cyr.7.2.11, etc.;κοῦροι οἳ.. ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας Od.4.652
, cf. Isoc.9.18: where [comp] Sup. is implied,ὃς πᾶσι μετέπρεπε.. μ. Πηλεΐωνος ἑταῖρον Il.16.195
, cf. 17.280, 351; μ. μάκαρας next to the gods, A.Th. 1080 (anap.); also μάχεσθαι μ. πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων to be inferior in fighting to many.., Philostr.Her.6.III after, according to, μ. σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ as you and I wish, Il.15.52;μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν 18.321
;μετ' ἴχνια βαῖνε Od.2.406
.IV generally, among, between, as with dat. (B.I), μ. πάντας ὁμήλικας ἄριστος best among all, Il.9.54, cf. Od.16.419;μ. πληθύν Il.2.143
; μ. τοὺς τετελευτηκότας including those who have died, PLond.2.260.87 (i A.D.);μ. χεῖρας ἔχειν Hdt.7.16
. β', Th.1.138, POxy.901.9 (iv A.D.), cf. X.Ages.2.14, etc.D μετά with all cases can be put after its Subst., and is then by anastrophe μέτα, Il.13.301, but not when the ult. is elided, 17.258, Od.15.147.E abs. as ADV., among them, with them, Il.2.446, 477, etc.; with him,οὐκ οἶον, μ. καὶ Γανυμήδεα A.R.3.115
.III thereafter, 15.67, Hdt.1.88, 128, 150, A.Ag. 759 (lyr.), etc.; μ. γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ one feels pleasure even in troubles, when past, Od.15.400; μ. δέ, for ἔπειτα δέ, Hdt.1.19, Luc.DMort.9.2, etc.F μέτα, -μέτεστι, Od.21.93, Parm.9.4, Hdt.1.88, 171, S.Ant. 48,etc.G IN COMPOS.:2 of action in common with another, as in μεταδαίνυμαι, μεταμέλπομαι, etc., c. dat. pers.II in the midst of, of space or time, as inμεταδήμιος, μεταδόρπιος 1
; between, as in μεταίχμιον, μεταπύργιον.III of succession of time, as in , μετακλαίω, μεταυτίκα.V of letting go, as in μεθίημι, μεθήμων. -
9 μετατροπή
μετατροπ-ή, ἡ, (II change,σώματος γένεσις καὶ μ. Plu.2.720b
, cf. Vett. Val.81.3 (pl.), Nech. ap. eund. 125.21, Greg.Cor. Trop.Prooem.;ἐπὶ τὰ βελτίονα μ. λαμβάνειν Hippod.
ap. Stob.4.34.71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετατροπή
-
10 πεδατρέπω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεδατρέπω
См. также в других словарях:
μετατρέπω — μετατρέπω, μετέτρεψα (σπάν. μετάτρεψα) βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… … Dictionary of Greek
μετατρέπω — μετάτρεψα και μετέτρεψα, μετατράπηκα, αλλάζω τη μορφή κάποιου πράγματος, μεταστρέφω, μεταβάλλω: Μετέτρεψε το υπόγειο του σπιτιού σε γυμναστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετατρέπω — μετατρέπομαι pres subj act 1st sg μετατρέπομαι pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατμοποιώ — μετατρέπω κάποιο υγρό σε ατμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. vaporize. Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εστεροποιώ — μετατρέπω αλκοόλη ή οξύ σε εστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστέρες + ποιώ] … Dictionary of Greek
κεφαλαιοποιώ — μετατρέπω ένα εισόδημα σε κεφάλαιο, ενεργώ κεφαλαιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. κεφάλαιο + ποιῶ (< ποιος < ποιῶ) πρβλ. στερεο ποιώ, συστηματοποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliser. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν… … Dictionary of Greek
ρευστοποιώ — Ν 1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αέριο ή σε υγρό 2. μετατρέπω κτηματική περιουσία σε ρευστό χρήμα 3. εξαργυρώνω χρηματιστηριακούς τίτλους, τούς μετατρέπω σε μετρητό χρήμα, λικιντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός + ποιώ] … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
βιομηχανοποιώ — ( έω) 1. μετατρέπω κάποιον παραγωγικό κλάδο σε βιομηχανία 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας σε βιομηχανική 3. εκμεταλλεύομαι πρώτη ύλη με βιομηχανικά μέσα 4. εκμεταλλεύομαι πνευματική απασχόληση για χρηματισμό … Dictionary of Greek
εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… … Dictionary of Greek