Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μετακινούμαι

  • 21 везти

    везу, везешь, παρλθ. χρ. вез, везла, везло, ρ.δ.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω, μετακινώ με μεταφορικό μέσο.
    2. απρόσ. ευνοεί η τύχη•

    ему не -ет αυτόν δεν τον πάει (δεν τον βοηθά) η τύχη.

    1. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, μετακινούμαι με μεταφ. μέσο.
    2. σέρνομαι χάμω καταγής•

    юбка -ется по полу η φούστα σέρνεται στο πάτωμα.

    Большой русско-греческий словарь > везти

  • 22 двигать

    -аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.
    1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•

    двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.

    || μτφ. προωθώ, μετακινώ•

    двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.

    || κινώ με•

    двигать руками κινώ με τα χέρια.

    2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.
    3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•

    двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•

    двигать дело προωθώ την υπόθεση.

    4. υποκινώ, παρακινώ•

    им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•

    им двигает страсть κινείται από πάθος•

    им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).

    5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.
    εκφρ.
    еле ή с трудомκ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•

    двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.

    2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > двигать

  • 23 докатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. докаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. κυλώ ως•

    докатить бочку до погреба κυλώ το βαρέλι ως το υπόγειο.

    2. μεταβαίνω, μετακινούμαι ταχιά.
    1. κυλώ ως•

    мяч -лся до края το τόπι κύλισε ως την άκρη.

    2. καταντώ•

    он -лся до тюрьмы αυτός κατάντησε στη φυλακή.

    3. φτάνω ως•

    выстрел -лся до нас ο πυροβολισμός ακούστηκε ως εμάς.

    Большой русско-греческий словарь > докатить

  • 24 ехать

    еду, едешь, μτχ. ενεστ. едущий επίρ. μτχ. ехав κ. (παλ., απλ.) едучи ρ.δ.
    1. πηγαίνω (με μεταφ. μέσο) ταξιδεύω•

    ехать верхом πηγαίνω καβάλα (έφιππος)•

    ехать на параходе ταξιδεύω με το πλοίο•

    ехать на велосипеде πηγαίνω με το ποδήλατο.

    || κινούμαι, βρίσκομαι σει κίνηση, κυλώ•

    поезд едет το τραίνο πηγαίνει.

    2. αναχωρώ, φεύγω•

    завтра я еду в афины αύριο φεύγω για την Αθήνα.

    3. μτφ. μετακινούμαι, γλιστρώ, μετατοπίζομαι•

    галстук -ет набок η γραβάτα στραβώνει.

    Большой русско-греческий словарь > ехать

  • 25 кочевать

    -чую, -чуешь
    ρ.δ.
    1. ζω νομαδικό βίο• περιπλανιέμαι. || μετακινούμαι κατά κοπάδια.
    2. αλλάζω συχνά διαμονή.

    Большой русско-греческий словарь > кочевать

  • 26 надвинуть

    ρ.σ. μετακινώ βάζω• χώνω•

    шапку на самые глаза χώνω τη σκούφια ως τα μάτια.

    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω.

    Большой русско-греческий словарь > надвинуть

  • 27 отводить

    -ожу, -одишь ρ.δ.
    1. βλ. отвести.
    2. παύω να κινώ.
    μεταφέρομαι• μετακινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    βλ. отвести.

    Большой русско-греческий словарь > отводить

  • 28 отгонять

    ρ.δ.
    βλ. отогнать.
    1. διώχνομαι, εκδιώκομαι. || μετατοπίζομαι, παρασύρομαι.
    2. μετακινούμαι.
    3. παίρνομαι με τη βία, αρπάζομαι.
    ρ.σ.μ. παύω να οδηγώ, να στέλλω κλπ. ρ. βλ. гнать.

    Большой русско-греческий словарь > отгонять

  • 29 откачнуть

    ρ.σ.μ. κουνώ, κινώ μετακινώ. || μτφ. (απρόσ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω•

    его -ло от старых друзей αυτός ξέκοψε από τους παλιούς φίλους.

    κουνιέμαι, κινούμαι, μετακινούμαι. || κινούμαι απότομα προς τα πίσω. μτφ. (απλ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω.

    Большой русско-греческий словарь > откачнуть

  • 30 откочевать

    -чую, -чуешь
    ρ.σ.
    μετακινούμαι, φεύγω νομαδικά. || μετοικώ. || αποδημώ κατά κοπάδια, κατά σμήνη.

    Большой русско-греческий словарь > откочевать

  • 31 отодвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•

    отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.

    || ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•

    отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.

    2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•

    отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•

    отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.

    1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,
    2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отодвинуть

  • 32 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 33 отпихнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпихнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μετακινώ σπρώχνοντας, σπρώχνω, ωθώ.
    απωθούμαι, μετακινούμαι στηριζόμενος•

    отпихнуть веслом от берега αποπλέω από την ακτή στηρίζοντας το κουπί.

    Большой русско-греческий словарь > отпихнуть

  • 34 отрулить

    ρ.σ. (για προσγ. αεροπλάνου)• μετακινούμαι, αναμερώ, αποχωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > отрулить

  • 35 отсаживаться

    ρ.δ. κάθομαι πιο πέρα, μετακινούμαι λίγο, αναμερίζω.
    ρ.δ.
    1. κάθομαι χωριστά.
    2. (για ζώα) χωρίζομαι, ξεχωρίζομαι.
    3. φυτεύομαι χώρια• μεταφυτεύομαι.
    4. (τεχ•) καθαρίζομαι με εξακόντιση υγρού ή αερίου.

    Большой русско-греческий словарь > отсаживаться

  • 36 отставлять

    ρ.δ.
    βλ. отставить (1, 2 σημ.)
    1. μετακινούμαι, αναμερίζω, μετατοπίζομαι. || προβάλλομαι• εκτείνομαι.
    2. απομακρύνομαι• κόβω σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > отставлять

  • 37 отступить

    -уйлю, -упишь,
    επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.
    1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•

    отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.

    2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•

    море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).

    3. κάμπτομαι• λυγίζω•

    отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•

    отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•

    отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.

    || παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•

    отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•

    отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•

    -от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.

    4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•

    от правила παραβαίνω τον κανόνα•

    отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    5. αρχίζω με νέα παράγραφο.
    1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.
    2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отступить

  • 38 оттащить

    -ащу, -ащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μεταφέρω, μετακινώ, κουβαλώ σέρνοντας, τραβώντας• αναμερίζω τραβώντας. || μτφ. αποσπώ.
    (απλ.) μετακινούμαι με δυσκολία, αργά•

    нет у мени силы оттащить δεν έχω δύναμη να μετακινηθώ.

    Большой русско-греческий словарь > оттащить

  • 39 перебегать

    ρ.δ.
    1. βλ. перебежать.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι γρήγορα. || μτφ. (για διαθέσεις, αισθήματα κ.τ.τ.) εναλλάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перебегать

  • 40 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

См. также в других словарях:

  • μετακινούμαι — μετακινούμαι, μετακινήθηκα, μετακινημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: μετακινούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (μετακινιόμουν) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετακινοῦμαι — μετακινέω shift pres ind mp 1st sg (attic epic doric) μετακῑνοῦμαι , μετακινέω shift pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • μετασαλεύω — (ΑΜ μετασαλεύω) μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω νεοελλ. μσν. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι μσν. 1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι 2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται 3. αναστατώνω, κάνω άνω κάτω 4 …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • αλαφροσαλεύω — 1. κινώ, μετατοπίζω κάτι ελαφρά 2. σαλεύω, μετακινούμαι εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σαλεύω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροσάλεμα, αλαφροσάλευτος] …   Dictionary of Greek

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

  • ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι …   Dictionary of Greek

  • ανασαλεύω — (Α ἀνασαλεύω) νεοελλ. (αμτβ.) σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο, αναδεύομαι αρχ. (μτβ.) μετακινώ ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • ανατροχάζω — (Α ἀνατροχάζω) (για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ αρχ. τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τροχάζω («τρέχω») < τροχός. ΠΑΡ. ανατροχασμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»