-
101 root estimator
French\ \ estimateur racine (d'une moyenne)German\ \ Wurzelschätzer (eines Mittelwertes)Dutch\ \ wortelschatter voor het gemiddeldeItalian\ \ radice stimatore (di una media)Spanish\ \ estimador de la raíz (de una media)Catalan\ \ -Portuguese\ \ estimador raiz (de uma média)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ εκτιμητής ρίζα (με μέση)Finnish\ \ (keskiarvon) neliöjuuriestimaattoriHungarian\ \ gyökbecslés (átlagé)Turkish\ \ ortalamanın kök tahminleyicisiEstonian\ \ keskmise juurhinnangufunktsioonLithuanian\ \ šaknies vidurkio įvertinysSlovenian\ \ -Polish\ \ estymator pierwiastka (wartości średniej)Russian\ \ оценка корня (среднего значения)Ukrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ rót umferđarmćlirinn (á meðaltal)Euskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ جذر المقدر ( للوسط)Afrikaans\ \ wortelberamer (van gemiddelde)Chinese\ \ 平 方 根 估 计 量Korean\ \ 평균제곱근추정량 -
102 spectral average
French\ \ moyenne spectraleGerman\ \ SpektraldurchschnittDutch\ \ spectraalgemiddeldeItalian\ \ media spettraleSpanish\ \ promedio espectralCatalan\ \ mitjana (mostral) espectralPortuguese\ \ média espectralRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ spektralmedelvärdeGreek\ \ φασματική μέσηFinnish\ \ spektrikeskiarvoHungarian\ \ spektrálátlagTurkish\ \ tayf ortalaması; spektral ortalamaEstonian\ \ spektraalkeskväärtus; spektraalkeskmineLithuanian\ \ spektrinis vidurkisSlovenian\ \ -Polish\ \ przeciętna spektralnaRussian\ \ спектральное среднееUkrainian\ \ -Serbian\ \ спектрални просекIcelandic\ \ -Euskara\ \ -Farsi\ \ miyangine teyfiPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ معدل الطيفAfrikaans\ \ spektraalgemiddeldeChinese\ \ 谱 平 均 数Korean\ \ 스펙트럼 평균 -
103 spherical mean direction
French\ \ sphériques direction moyenneGerman\ \ sphärische MittelwertrichtungDutch\ \ sferisch gemiddelde richtingItalian\ \ sferico direzione mediaSpanish\ \ spherical mean directionCatalan\ \ direcció mitjana (en l'esfera)Portuguese\ \ direcção média esférica; direção média esférica (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ sfärisk medelriktningGreek\ \ σφαιρικό μέση κατεύθυνσηFinnish\ \ (pallomainen keskisuunta)Hungarian\ \ átlagos gömb irányTurkish\ \ küresel ortalama yönüEstonian\ \ keskmine sfääriline suundLithuanian\ \ sferinio vidurkio sritisSlovenian\ \ -Polish\ \ kierunek średni sferycznyRussian\ \ область сферического среднегоUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ kúlulaga meina áttEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ معدل الاتجاه الكرويAfrikaans\ \ sferiese gemiddelde rigtingChinese\ \ 球 面 平 均 值 方 向Korean\ \ 구형 평균 방향 -
104 squariance
= sum of squares about the meanFrench\ \ moment d'inertie; somme des carrés des écarts à la moyenneGerman\ \ Summe der QuadrateDutch\ \ squarianceItalian\ \ devianza; somme dei quadrati degli scartiSpanish\ \ cuadranzaCatalan\ \ suma de quadrats respecte de la mitjanaPortuguese\ \ soma dos quadrados em torno da médiaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ kvadratsummaGreek\ \ άθροισμα των τετραγώνων για τη μέσηFinnish\ \ neliösummaHungarian\ \ variancia négyzetTurkish\ \ ortalama kareler toplamıEstonian\ \ hälvete ruutude summa; summaarne ruuthälve keskmise suhtesLithuanian\ \ nuokrypių nuo vidurkio kvadratų sumaSlovenian\ \ -Polish\ \ squariancja; kowariancjaUkrainian\ \ сума квадратів відхилень від середньогоSerbian\ \ -Icelandic\ \ summu ferninga um meinaEuskara\ \ -Farsi\ \ m jmoo-e t vanhaye dovomPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مجموع مربعات الانحرافات، مجموع مربعات حول المتوسطAfrikaans\ \ kwadraatsom van afwykingsChinese\ \ 离 差 平 方 和Korean\ \ 평균의 제곱합 -
105 treatment mean square
French\ \ carré moyen des résidus relatif à un traitement; carré moyen pour les traitements (en analyse de la variance)German\ \ mittleres Abweichungsquadrat zwischen den BehandlungsartenDutch\ \ treatment mean squareItalian\ \ scarto quadratico medio del trattamentoSpanish\ \ tratamiento por cuadrados medios; cuadrado medio del tratamientoCatalan\ \ quadrat mitjà de tractamentPortuguese\ \ quadrado médio do tratamentoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ medelkvadratsumma för behandlingGreek\ \ θεραπείας μέση τετραγωνικήFinnish\ \ käsittelyn keskineliöHungarian\ \ kezelés négyzetátlagTurkish\ \ işlem (sağaltım) ortalama karesiEstonian\ \ käsitluse faktorile vastav keskruut (dispersioonanalüüsis)Lithuanian\ \ eksperimento kvadratinis vidurkisSlovenian\ \ -Polish\ \ średnia kwadratowa zabiegówUkrainian\ \ квадрат середнього по умавах дослідівSerbian\ \ -Icelandic\ \ meðferð meina ferningurEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ متوسط مربعات المعالجةAfrikaans\ \ behandelingsgemiddeldekwadraat; gemiddelde kwadraat van behandelingsChinese\ \ 均 方 处 理Korean\ \ 처리평균제곱 -
106 середина
[σιριντίνα] ουσ ο μέση -
107 средний
[σριέντνιϊ] επ μεσαίος средний залог: (γραμ) μέση φωνή ρήματος. - род: (γραμ) το ουδέτερο γένος -
108 талия
[τάλια] ουσ θ μέση -
109 воротить
воротить 1-очу, -отишь, ρ.σ.μ.1. γυρίζω, υποχρεώνω να επιστρέψει•воротить с полдороги γυρίζω (κάποιον) από τη μέση του δρόμου.
2. επιστρέφω, αποδίδω, γυρίζω πίσω.3. παίρνω πίσω•отдать деньги легко, да воротить их трудно να δόσεις χρήματα είναι εύκολο, αλλά να τα πάρεις πίσω (να σου τα επιστρέψουν) είναι δύσκολο.
воротить 2-очу, -отишь ρ.δ. (απλ.)1. μ. στρέφω, γυρνώ στο πλευρό ή πίσω•воротить голову от света αποστρέφω το πρόσωπο από το φως.
2. μ. αναστρέφω μετακινώ (πράγμα βαρύ, ογκώδες).3. διευθύνω, κουμαντάρω (επιχείρηση, υπόθεση).εκφρ.воротить нос ή морду ή рыло – αποστρέφομαι (κάποιον), του γυρίζω τις πλάτες, τα νώτα•с души -отит – αηδιάζω, μου ‘ρχεται νά κάνω μετά.βλ. вернуться. -
110 восток
-а α.ανατολή (σημείο του ορίζοντα)•ветер дует с -а ό άνεμος φυσά από την ανατολή•
на восток от города есть лес ανατολικά της πόλης υπάρχει δάσος.
|| Ανατολή (χώρες)•мирное существование между востоком и западом ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Ανατολής και Δύσης•
Ближний восток η Εγγύς Ανατολή•
Дальний восток η Απω Ανατολή•
Средний восток η Μέση Ανατολή.
-
111 дальность
-и θ.1. το μάκρος, μακρότητα, μεγάλη απόσταση•дальность пути το μάκρος του δρόμου•
средная дальность перевозок грузов μέση απόσταση μεταφοράς φορτίων.
2. το βεληνεκές, η εμβέλεια•дальность полета снаряда το βεληνεκές του βλήματος.
-
112 делить
делю, делишь, ρ.δ.μ.1. μοιράζω, χωρίζω σε μέρη•делить имущество μοιράζω την περιουσία•
делить поровну μοιράζω εξ ίσου•
делить пополам μοιράζω στη μέση.
2. διανέμω, διαμοιράζω. || μτφ. συμμετέχω, συμπονώ•она -ла с ними горе и радость αυτή μοιράζονταν μ’ αυτές τις πίκρες και τις χαρές.
3. (μαθ.) διαιρώ.εκφρ.делить нечего – δεν ε’χομε να μοιράσομε (για να μαλώνομε)•делить шкуру неубитого медведя – τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.1. διαιρούμαι• διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομούμαι• διακλαδίζομαι. || υποδιαιρούμαι•искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχολές.
|| χωρίζω, ζω χώρια•он с отцом -лся αυτός χώρισε από τον πατέρα του.
2. αλληλομοιράζομαι•он делился с другом последней копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι.
3. ανταλλάσσω•делить опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς•
-знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις•
делить впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας.
4. (μαθ.) διαιρούμαι. -
113 докрасить
-крашу, -красишьρ.σ.μ.αποβά-φω, τελειώνω το βάψιμο• βάφω ως•докрасить пол απο-βάφω το πάτωμα•
стену докрасить до середины βάφω τον τοίχο ως τη μέση.
-
114 долить
долить 1-лью, -льшь, παρλθ. χρ. долил κ. долил, долила, долило κ. долило, προστκ. долей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долитый, βρ: долит κ. долит, долита, долито κ. долитоρ.σ.μ.1. χύνω, ρίχνω συμπληρωματικά, ακόμα•чайник ρίχνω ακόμα νερό στο τσαερό.
2. απογεμίζω• χύνω ως•долить в стакан молока απογεμίζω το ποτήρι με γάλα•
долить воды до половины бутылки ρίχνω νερό ως τη μέση του μποκαλιού.
χύνομαι ως, τρέχω, ρέω• χύνομαι ολοκληρωτικά.долить 2-ит, ρ.δ.μ.(παλ. κ. απλ.) βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω• πιάνω, κυριεύω•кашель его -ит τον πιάνει ο βήχας.
-
115 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση. -
116 доучить
-учу, -учишь ρ.σ.μ.1. απομαθαίνω• μαθαίνω τέλεια ή ως ένα βαθμό" доучить таблицу умножения μαθαίνω καλά την προπαίδεια της αριθμητικής•доучить ребнка до осени μαθαίνω ή προγυμνάζω το παιδί ως το Φθινόπωρο•
доучить стихотворение до середины μαθαίνω το ποίημα ως τη μέση.
1. αποπερατώνω τις σπουδές.2. μαθαίνω, σπουδάζω ως•доучить до восьмого класса φοιτώ ως την όγδοη τάξη•
доучить до зимы φοιτώ ως το χειμώνα.
3. μελετώ τόσο πολύ που...• он -лся до того, что заболел αυτός αρρώστησε α-πο την πολλή μελέτη. -
117 изгибать
ρ.δ.μ. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω, καμπυλώνω•изгибать спину λυγίζω τη μέση•
изгибать губы καμπυλώνω τα χείλη.
κάμπτομαι, λυγίζω, καμπυλώνομαι, κυρτώνομαι•гвоздь -ется το καρφί λυγίζει.
-
118 исполу
επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) στη μέση,το μισό, κατά το μισό, εξ ημισείας. || (για σοδειά) μισιακά, μεσιακά. -
119 коммерческий
επ.εμπορικός, του εμπορίου•-ое предприятие εμπορική επιχείρηση.
εκφρ.коммерческий банк – εμπορική τράπεζα•- ое училище – μέση εμπορική σχολή. -
120 корпус
-а α.1. (πλθ. -ы) σώμα, κορμί(ανθρώπου ή ζώου).2. (τεχ.) πλαίσιο, θήκη.3. σκάφος, κύτος πλοίου.4. χωριστό οικοδόμημα. || χωριστό τμήμα μεγάλου οικοδομήματος.5. (στρατ.) σώμα•кавалерийский корпус σώμα ιππικού•
резервный корпус εφεδρικό σώμα•
офицерский корпус το σώμα των αξιωματικών•
жандармский корпус το σώμα της χωροφυλακής.
6. μέση στρατιωτική σχολή.7. (πολυγρ.) τα στοιχεία των 10 στιγμών.εκφρ.дипломатический корпус – διπλωματικό σώμα.
См. также в других словарях:
μέση — mese fem nom/voc sg (attic epic ionic) μέσης a wind between masc voc sg μέσος b fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσῃ — μέση mese fem dat sg (attic epic ionic) μέσης a wind between masc dat sg (attic epic ionic) μέσος b fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
μέση — η 1. το μέσο κάθε πράγματος: Έκοψα το ψωμί στη μέση. 2. μέρος του ανθρώπινου σώματος μεταξύ λαγόνων και θώρακα: Στη μέση φορούσε μια εντυπωσιακή ζώνη. 3. το μέσο μιας χρονικής διάρκειας: Παράτησε το σχολείο στη μέση της χρονιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό … Dictionary of Greek
μέση ισημερία — (Αστρον.). Αποτελεί τη θέση της εαρινής ισημερίας, αν γίνει διόρθωση της πραγματικής ισημερίας για τις μικρές περιοδικές μετατοπίσεις που οφείλονται στην ταλάντευση του άξονα της Γης. Οι συντεταγμένες στους αστρικούς χάρτες και καταλόγους συνήθως … Dictionary of Greek
Μέση Παλαιοκαρυά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 75 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Καρδίτσης, ΝΔ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλης … Dictionary of Greek
μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… … Dictionary of Greek
Μέση Ποταμιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 75 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του νησιού, ΝΑ της πόλης της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέση Συνοικία Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ., 214 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου … Dictionary of Greek
μέσηι — μέσῃ , μέση mese fem dat sg (attic epic ionic) μέσῃ , μέσης a wind between masc dat sg (attic epic ionic) μέσῃ , μέσος b fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)