-
41 kończyna
μέλος -
42 μέλει
μέλοςlimb: neut nom /voc /acc dual (attic epic)μέλεϊ, μέλοςlimb: neut dat sg (epic ionic)μέλοςlimb: neut dat sgμέλωto be an object of care: pres ind mp 2nd sgμέλωto be an object of care: pres ind act 3rd sg -
43 kooperatifçi
μέλος κοινοπραξίας, μέλος συνεταιρισμού -
44 μελέεσι
μέλοςlimb: neut dat pl (epic ionic) -
45 μελέεσιν
μέλοςlimb: neut dat pl (epic ionic) -
46 μελέεσσι
μέλοςlimb: neut dat pl (epic) -
47 μελέεσσιν
μέλοςlimb: neut dat pl (epic) -
48 μέλεσσι
μέλοςlimb: neut dat pl (epic) -
49 μέλεσσιν
μέλοςlimb: neut dat pl (epic) -
50 μέλεσι
μέλοςlimb: neut dat pl -
51 μέλεσιν
μέλοςlimb: neut dat pl -
52 μέλιος
μέλοςlimb: neut gen sg (doric) -
53 μέλους
μέλοςlimb: neut gen sg (attic epic doric) -
54 mensup
μέλος, ανήκων -
55 partili
μέλος του κόμματος -
56 uzuv
μέλος, όργανο -
57 член
член м в рази. знач. το μέλος; \член партии το μέλος του κόμματος; \член профсоюза το μέλος του επαγγελματικού σωματείου; \член-корреспондент το αντεπιστέλλον μέλος; почётный \член το επίτιμο μέλος* * *м в разн. знач.το μέλοςчлен па́ртии — το μέλος του κόμματος
член профсою́за — το μέλος του επαγγελματικού σωματείου
член-корреспонде́нт — το αντεπιστέλλον μέλος
почётный член — το επίτιμο μέλος
-
58 член
членм1. (тела, тж. организации и т. п.) τό μέλος:\член семьи́ τό μέλος οἰκογενείας· \член коммунистической партии τό μέλος τοῦ Κομμουνιστικοὔ Κόμματος· \член профсоюза μέλος τοῦ ἐπαγγελματικού σωματείου:\член правительства (парламента) τό μέλος τής κυβερνήσεως (τῆς βουλής), ὁ βουλευτής· \член президиума Верховного Совета τό μέλος τοῦ Προεδρείου τοῦ "Ανωτάτου Σοβιέτ· \член партбюро́ τό μέλος τοῦ κομματικοῦ γραφείου· \член-корреспон-дент τό ἀντεπιστέλλον μέλος· почетный \член τό ἐπίτιμον μέλος· \члены дипломатического корпуса τό προσωπικόν τοῦ διπλω-ματικοῦ σώματος·2. мат ὁ ὅρος κλάσματος·3. грам. τό ἄρθρο[ν], τό μέρος:\член предложения τό μέρος τής πρότασης· определенный \член τό ὁρισμένο ἄρθρο· неопределенный \член τό ἀόριστο ἄρθρο. -
59 член
-а α.1. μέλος•-ы тела τα μέλη του σώματος•
члены предложения τα μέλη της πρότασης•
-ы семьй τα μέλη της οικογένειας•
-партии μέλος του κόμματος•
член провсоюзов μέλος των συνδικάτων•
член экспедиции μέλος της αποστολής.
2. ο όρος•член дроби ο όρος του κλάσματος•
член суждения μέλος της κρίσης (στη λογική).
3. (γραμμ.) το άρθρο•определенный и неопределенный член οριστικό και αόριστο άρ-άρθρο.
εκφρ.—корреспондент – αντεπιστέλλον μέλος. -
60 μέλε'
μέλεαι, ἐπιμελέομαιtake: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)μέλεα, μέλεοςidle: neut nom /voc /acc plμέλεα, μέλεοςidle: neut nom /voc /acc plμέλεε, μέλεοςidle: masc voc sgμέλεε, μέλεοςidle: masc /fem voc sgμέλεαι, μέλεοςidle: fem nom /voc plμέλεα, μέλοςlimb: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)μέλει, μέλοςlimb: neut nom /voc /acc dual (attic epic)μέλεϊ, μέλοςlimb: neut dat sg (epic ionic)μέλει, μέλοςlimb: neut dat sgμέλεε, μέλοςlimb: neut nom /voc /acc dual (epic ionic)μέλει, μέλωto be an object of care: pres ind mp 2nd sgμέλει, μέλωto be an object of care: pres ind act 3rd sgμέλεο, μέλωto be an object of care: pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)μέλεαι, μέλωto be an object of care: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)μέλεο, μέλωto be an object of care: imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
См. также в других словарях:
μέλος — limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
μέλος — το 1. μέρος του σώματος: Τον χτυπούσαν σε κάθε μέλος του σώματος. 2. το κάθε άτομο μιας ομάδας ή συνόλου: Πολλά μέλη του κόμματος διαφώνησαν. 3. χορικό, άσμα, τραγούδι: Τα μέλη της τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γρηγοριανό μέλος — Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται ολόκληρος ο μουσικός πολιτισμός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, που άνθησε ακόμα και πριν από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Μέγα, και συνεχίστηκε έως την υστερομεσαιωνική περίοδο. Το Γ.μ. είναι αυστηρά μονοφωνικό και… … Dictionary of Greek
Καρικόν μέλος — Αρχαίος μουσικός ρυθμός καρικής καταγωγής, που είναι γνωστός και ως χορίαμβος. Αποτελείται από τροχαίους και ιάμβους και συνήθιζαν να τον αποδίδουν με αυλό … Dictionary of Greek
μέλει — μέλος limb neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέλεϊ , μέλος limb neut dat sg (epic ionic) μέλος limb neut dat sg μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… … Dictionary of Greek
φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… … Dictionary of Greek
μελέεσι — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέεσιν — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέεσσι — μέλος limb neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)