Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέλος

  • 41 kończyna

    μέλος

    Słownik polsko-grecki > kończyna

  • 42 μέλει

    μέλος
    limb: neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    μέλεϊ, μέλος
    limb: neut dat sg (epic ionic)
    μέλος
    limb: neut dat sg
    μέλω
    to be an object of care: pres ind mp 2nd sg
    μέλω
    to be an object of care: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > μέλει

  • 43 kooperatifçi

    μέλος κοινοπραξίας, μέλος συνεταιρισμού

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kooperatifçi

  • 44 μελέεσι

    μέλος
    limb: neut dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > μελέεσι

  • 45 μελέεσιν

    μέλος
    limb: neut dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > μελέεσιν

  • 46 μελέεσσι

    μέλος
    limb: neut dat pl (epic)

    Morphologia Graeca > μελέεσσι

  • 47 μελέεσσιν

    μέλος
    limb: neut dat pl (epic)

    Morphologia Graeca > μελέεσσιν

  • 48 μέλεσσι

    μέλος
    limb: neut dat pl (epic)

    Morphologia Graeca > μέλεσσι

  • 49 μέλεσσιν

    μέλος
    limb: neut dat pl (epic)

    Morphologia Graeca > μέλεσσιν

  • 50 μέλεσι

    μέλος
    limb: neut dat pl

    Morphologia Graeca > μέλεσι

  • 51 μέλεσιν

    μέλος
    limb: neut dat pl

    Morphologia Graeca > μέλεσιν

  • 52 μέλιος

    μέλος
    limb: neut gen sg (doric)

    Morphologia Graeca > μέλιος

  • 53 μέλους

    μέλος
    limb: neut gen sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > μέλους

  • 54 mensup

    μέλος, ανήκων

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mensup

  • 55 partili

    μέλος του κόμματος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > partili

  • 56 uzuv

    μέλος, όργανο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > uzuv

  • 57 член

    член м в рази. знач. το μέλος; \член партии το μέλος του κόμματος; \член профсоюза το μέλος του επαγγελματικού σωματείου; \член-корреспондент το αντεπιστέλλον μέλος; почётный \член το επίτιμο μέλος
    * * *
    м в разн. знач.
    το μέλος

    член па́ртии — το μέλος του κόμματος

    член профсою́за — το μέλος του επαγγελματικού σωματείου

    член-корреспонде́нт — το αντεπιστέλλον μέλος

    почётный членτο επίτιμο μέλος

    Русско-греческий словарь > член

  • 58 член

    член
    м
    1. (тела, тж. организации и т. п.) τό μέλος:
    \член семьи́ τό μέλος οἰκογενείας· \член коммунистической партии τό μέλος τοῦ Κομμουνιστικοὔ Κόμματος· \член профсоюза μέλος τοῦ ἐπαγγελματικού σωματείου:
    \член правительства (парламента) τό μέλος τής κυβερνήσεως (τῆς βουλής), ὁ βουλευτής· \член президиума Верховного Совета τό μέλος τοῦ Προεδρείου τοῦ "Ανωτάτου Σοβιέτ· \член партбюро́ τό μέλος τοῦ κομματικοῦ γραφείου· \член-корреспон-дент τό ἀντεπιστέλλον μέλος· почетный \член τό ἐπίτιμον μέλος· \члены дипломатического корпуса τό προσωπικόν τοῦ διπλω-ματικοῦ σώματος·
    2. мат ὁ ὅρος κλάσματος·
    3. грам. τό ἄρθρο[ν], τό μέρος:
    \член предложения τό μέρος τής πρότασης· определенный \член τό ὁρισμένο ἄρθρο· неопределенный \член τό ἀόριστο ἄρθρο.

    Русско-новогреческий словарь > член

  • 59 член

    α.
    1. μέλος•

    -ы тела τα μέλη του σώματος•

    члены предложения τα μέλη της πρότασης•

    -ы семьй τα μέλη της οικογένειας•

    -партии μέλος του κόμματος•

    член провсоюзов μέλος των συνδικάτων•

    член экспедиции μέλος της αποστολής.

    2. ο όρος•

    член дроби ο όρος του κλάσματος•

    член суждения μέλος της κρίσης (στη λογική).

    3. (γραμμ.) το άρθρο•

    определенный и неопределенный член οριστικό και αόριστο άρ-άρθρο.

    εκφρ.
    —корреспондент – αντεπιστέλλον μέλος.

    Большой русско-греческий словарь > член

  • 60 μέλε'

    μέλεαι, ἐπιμελέομαι
    take: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
    μέλεα, μέλεος
    idle: neut nom /voc /acc pl
    μέλεα, μέλεος
    idle: neut nom /voc /acc pl
    μέλεε, μέλεος
    idle: masc voc sg
    μέλεε, μέλεος
    idle: masc /fem voc sg
    μέλεαι, μέλεος
    idle: fem nom /voc pl
    μέλεα, μέλος
    limb: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)
    μέλει, μέλος
    limb: neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    μέλεϊ, μέλος
    limb: neut dat sg (epic ionic)
    μέλει, μέλος
    limb: neut dat sg
    μέλεε, μέλος
    limb: neut nom /voc /acc dual (epic ionic)
    μέλει, μέλω
    to be an object of care: pres ind mp 2nd sg
    μέλει, μέλω
    to be an object of care: pres ind act 3rd sg
    μέλεο, μέλω
    to be an object of care: pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
    μέλεαι, μέλω
    to be an object of care: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
    μέλεο, μέλω
    to be an object of care: imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > μέλε'

См. также в других словарях:

  • μέλος — limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το 1. μέρος του σώματος: Τον χτυπούσαν σε κάθε μέλος του σώματος. 2. το κάθε άτομο μιας ομάδας ή συνόλου: Πολλά μέλη του κόμματος διαφώνησαν. 3. χορικό, άσμα, τραγούδι: Τα μέλη της τραγωδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γρηγοριανό μέλος — Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται ολόκληρος ο μουσικός πολιτισμός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, που άνθησε ακόμα και πριν από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Μέγα, και συνεχίστηκε έως την υστερομεσαιωνική περίοδο. Το Γ.μ. είναι αυστηρά μονοφωνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Καρικόν μέλος — Αρχαίος μουσικός ρυθμός καρικής καταγωγής, που είναι γνωστός και ως χορίαμβος. Αποτελείται από τροχαίους και ιάμβους και συνήθιζαν να τον αποδίδουν με αυλό …   Dictionary of Greek

  • μέλει — μέλος limb neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέλεϊ , μέλος limb neut dat sg (epic ionic) μέλος limb neut dat sg μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… …   Dictionary of Greek

  • μελέεσι — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέεσιν — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέεσσι — μέλος limb neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»