Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέθης

См. также в других словарях:

  • μεθῇς — μεθίημι set loose aor subj act 2nd sg μεθίημι set loose aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθης — μέθη strong drink fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • μακροπαροίνιος — μακροπαροίνιος, ον (Α) αυτός που είναι υβριστικότατος λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + παροίνιος «αλαζονικός λόγω μέθης»] …   Dictionary of Greek

  • μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Chamaeleon (philosopher) — Chamaeleon (or Chameleon, Greek: Χαμαιλέων; c. 350 c. 275 BC), was a Peripatetic philosopher of Heraclea Pontica. He was one of the immediate disciples of Aristotle. He wrote works on several of the ancient Greek poets, namely: περὶ Ἀνακρέοντος… …   Wikipedia

  • ИЕРОНИМ —    • Hieronўmos,          Ίερώνυμος,        1. из Кардии, современник Александра Великого. По смерти Александра он был ранен в сражении с Антигоном и попал в плен, но Антигон пощадил его и назначил надзирателем над работами для добывания асфальта …   Реальный словарь классических древностей

  • пи˫аньство — ПИ˫АНЬСТВ|О (222), А с. Пьянство: Медъ въ веселиѥ дано бысть б҃гъмь. а не на пи˫аньство сътворено бысть. Изб 1076, 268 об.; възвратимъсѧ отъ зъ||лобъ нашихъ. и отъ пѹтии лѹкавыхъ. ˫аже сѹть сии. любодѣ˫ани˫а. татьбы… пи˫аньство. обиѣданиѥ. ЖФП… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пи˫аньствьныи — (6*) пр. 1.Относящийся к пьянству; связанный с пьянством: Бѣжимъ ѹбо братиѥ. пь˫аньствьнаго бѣса. (τῆς μέϑης) СбТр XII/XIII, 148; бѣжимъ ѹбо бра(т)е пи˫аньственого бѣса да не поругани имь будемъ. ПрЮр XIV2, 53в; аки… ми по(д)баѥть гл҃ти.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»