-
1 λιβανίζω
-
2 λιβανίζω
λιβανίζω ρ. μετβ.кадить, воскурять фимиам -
3 λιβανίζω
-
4 λιβανίζω
μετ.1) кадить; 2) перен. курить, воскурять фимиам, льстить (кому-л.) -
5 λιβανίζω
[ливанизо] р. кадить ладаном.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λιβανίζω
-
6 λιβανίζω
[ливанизо] ρ кадить ладаном. -
7 λιβανίζω
A smell like frankincense, Dsc.1.71, Gal.13.475.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιβανίζω
-
8 λιβανίζον
λιβανίζωsmell like frankincense: pres part act masc voc sgλιβανίζωsmell like frankincense: pres part act neut nom /voc /acc sg -
9 λιβανίζουσι
λιβανίζωsmell like frankincense: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)λιβανίζωsmell like frankincense: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
10 λιβανιζούσης
λιβανίζωsmell like frankincense: pres part act fem gen sg (attic epic ionic) -
11 λιβανίζουσα
λιβανίζωsmell like frankincense: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
12 λιβανίζουσαι
λιβανίζωsmell like frankincense: pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic) -
13 курить
куритьнесов1. καπνίζω, φουμάρω:\курить запрещается ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· бросить \курить κόβω τό τσιγάρο·2. (добывать перегонкой) διυλίζω, ἀποστάζω· 3.:\курить ладаном θυμιάζω, λιβανίζω· ◊ \курить фимиам кому-л. ἐγκωμιάζω, λιβανίζω κάποιον. -
14 воскурить
воскуритьсов, воскурять несов:\воскурить фимиам кому-л. λιβανίζω, ἐγκωμιάζω, κολακεύω κάποιον. -
15 каднть
кадн||тьнесов церк., перен θυμιατίζω, λιβανίζω. -
16 лебезить
лебезитьнесов разг κολακεύω, λιβανίζω, γαλιφίζω. -
17 накурить
накуритьсов καπνίζω, γεμίζω μέ καπνό (табаком)! λιβανίζω (благовониями):как здесь накурено! γέμισε καπνό. ἐδῶ μέσα!. -
18 фимиам
фимиамм τό θυμίαμα, τό λιβάνι· ◊ курить (или воскурять) \фимиам кому́-л. λιβανίζω, ἐξυμνώ κάποιον. -
19 воскурить
[βασκουρίτ"] ρ. λιβανίζω -
20 накурить
[νακουρίτ'] ρ. γεμίζω με καπνό, λιβανίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λιβανίζω — λιβανίζω, λιβάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιβανίζω — (Α λιβανίζω) [λίβανος] νεοελλ. 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω 2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά 3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον 4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι αρχ. έχω… … Dictionary of Greek
λιβανίζω — λιβάνισα, λιβανίστηκα, λιβανισμένος 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω: Ο ιερέας λιβάνισε το ναό. 2. μτφ., κολακεύω με ευτελή τρόπο: Τον λιβάνιζε όλη μέρα για να του δανείσει χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβανίζον — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc voc sg λιβανίζω smell like frankincense pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανίζουσι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιβανίζω smell like frankincense pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανιζούσης — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανίζουσα — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανίζουσαι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάνισμα — το [λιβανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιβανίζω, το θυμιάτισμα 2. μτφ. ταπεινή κολακεία 3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις … Dictionary of Greek
προλιβανωτίζω — Α λιβανίζω, θυμιάζω με λιβάνι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λιβανωτίζω «λιβανίζω»] … Dictionary of Greek
αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες … Dictionary of Greek