Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λησμον

См. также в других словарях:

  • λησμονοβότανο — και λησμοβότανο, το βότανο που φυτρώνει στον Άδη και το οποίο, κατά τη λαϊκή αντίληψη, όταν τρώγουν οι νεκροί, λησμονούν τα επίγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λησμον (πρβλ. λησμονιά, λησμονώ) + βότανο (πρβλ. αγριο βότανο). Ο τ. λησμοβότανο <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»