-
21 обтёсывать
[απτιόσυβατ'] ρ λαξεύω -
22 ваять
ρ.δ.μ.γλύφω, λαξεύω. -
23 вырубить
-блю, -бишь, ρ.σ.μ.1. κόβω, κόπτω, κατακόβω•вырубить рощу κόβω το δασάκι.
2. εκκόπτω, αφαιρώ, βγάζω κόβοντας•вырубить сук из бревна κόβω το χοντρό κλαδί από τον κορμό δέντρου.
|| εγκόπτω, εντέμνω, κάνω εγκοπή, εντομή. || πελεκώ, λαξεύω, σκαλίζω.3. εξορύσσω.εκφρ.вырубить огонь – πριοβολίζω, πιάνω φωτιά με τον πριόβολο.βγαίνω, εξέρχομαι, ανοίγω δρόμο κόβοντας τα εμπόδια. -
24 высечь
-
25 изваять
παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изваянный, βρ: -аян, -а, -оκ. παλ. изваянный, βρ: -аян, -а, -о ρ.σ.μ.γλύφω, λαξεύω• σμιλεύω. -
26 иссечь
иссечь 1-еку, -ечешь, -екут, παρλθ. χρ. иссек-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иссечённый, βρ: -чен, -чена -ченоρ.σ.μ.1. παλ. κόβω, λαξεύω, πελεκώ.2. (ιατρ.) αποκόπτω, εκτέμνω•иссечь опухоль κόβω τον όγκο.
иссечь 2-еку, -ечешь, -екут, παρλθ. χρ. иссёк-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иссеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατακόβω, κατατέμνοι. || μτφ. διασχίζω, αυλακώνω• ρυτιδώνω.2. παλ. μαστιγώνω. -
27 кантовать
-тую, -туешьρ.δ. μ.1. ράβω σειρίτι, μπορντ,ούρα.2. κυλώ.3. λαξεύω.1. ράβομαι.2. κυλιέμαι.3. λαξεύομαι. -
28 надтесать
-ешу, -шешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надтсанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ. πελεκώ, λαξεύω ελαφρά, λίγο. -
29 натесать
-ешу, -шешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натсанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ. πελεκώ, λαξεύω•натесать брвен πελεκώ κορμούς δέντρων•
натесать досок πελεκώ σανίδια.
-
30 обсечь
-секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. обск-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсечённый, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. αποκόπτω, κόβω•обсечь сучья κόβω τα κλαδιά,κλαδεύω, κλαριζω.
|| κοντεύω, βραχύνω.2. πελεκώ, λαξεύω τορνεύω.(απλ.) θραύομαι, σπάζω στις άκρες. -
31 обтесать
-ешу, -шешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтсанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.1. πελεκώ, λαξεύω.2. μτφ. εξευγενίζω, εκπολιτίζω• εκλεπτύνω.εξευγενίζομαι, εκπολιτίζομαι,• εκλεπτύνομαι,. -
32 оттесать
-ешу, -шешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттсанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ. πελεκώ• λαξεύω. || τελειώνω το πελέκημα. -
33 точить
точить 1точу, точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. точенный βρ: -чен, -а, -оρ.δ.μ.1. τροχίζω, ακονίζω•точить косу τροχίζω την κοσιά•
точить бритву ακονίζω το ξυράφι.
|| ξύνω•точить карандаш ξύνω το μολυβί.
2. τορνεύω, φτιάχνω στον τόρνο. || κατασκευάζω, σκαλίζω, λαξεύω.3. (για έντομα) φθείρω, τρώγω, τρυπώ.4. μτφ. κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ.5. μαλώνω διαρκώς.εκφρ.точить нож на кого – σκευωρώ εναντίον κάποιου, σκέτομαι να βλάψω κάποιον•червь -ит его – τον τρώει το σαράκι (τον κατατρύχει η σκέψη, η ιδέα).1. τροχίζομαι, ακονίζομαι.2. τορνεύομαι. || κατασκευάζομαι, πελεκιέμαι.точить 2точу, точишь ρ.δ.μ. παλ. χύνω•точить слёзы χύνω δάκρυα•
точить кровь χύνω αίμα.
|| διαχέω, σκορπώ•точить свет διαχέω φως.
χύνομαι. || διαχέομαι. -
34 шлифовать
-фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шлифованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω•шлифовать дерево стеклянной шкурой λει,αίνω το ξύλο με γυαλόχαρτο.
2. τελειοποιώ εξιδανικεύω• δουλεύω, λαξεύω• χτενίζω•шлифовать свой стиль τελειοποιώ το στυλ μου.
1. λειαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιδέχομαι λείανση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαξεύω — hew in stone pres subj act 1st sg λαξεύω hew in stone pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξεύω — λαξεύω, λάξεψα και λάξευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαξεύω — (AM λαξεύω) [λαξόος] σκαλίζω λίθους ή ξύλα με πελέκημα νεοελλ. μτφ. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη («λαξευμένο ύφος») … Dictionary of Greek
λαξεύω — λάξεψα, λαξεμένος 1. σκαλίζω, σμιλεύω μάρμαρο, πέτρα ή ξύλο: Στην αρχαιότητα συχνά λάξευαν τάφους σε βράχους. 2. επεξεργάζομαι με τέχνη, κάνω κάτι γλαφυρό: Λαξεμένα κείμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαξεύσω — λαξεύω hew in stone aor subj act 1st sg λαξεύω hew in stone fut ind act 1st sg λαξεύω hew in stone aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελαξευμένα — λαξεύω hew in stone perf part mp neut nom/voc/acc pl λελαξευμένᾱ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc/acc dual λελαξευμένᾱ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλαξεύω — λαξεύω εκ νέου ή επιμελώς, ξαναλαξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λαξεύω. ΠΑΡ. αναλάξευμα, αναλάξευση. Ο τ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
λαξεύει — λαξεύω hew in stone pres ind mp 2nd sg λαξεύω hew in stone pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελαξευμέναι — λαξεύω hew in stone perf part mp fem nom/voc pl λελαξευμένᾱͅ , λαξεύω hew in stone perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελαξευμένον — λαξεύω hew in stone perf part mp masc acc sg λαξεύω hew in stone perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελαξευμένων — λαξεύω hew in stone perf part mp fem gen pl λαξεύω hew in stone perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)