Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λίγ

См. также в других словарях:

  • λίγ' — λίγα , λίγα in loud indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • -άκι — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη της Νεοελληνικής με τεράστια παραγωγική δύναμη. Χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υποκοριστικών ουδετέρου γένους ουσιαστικών κυρίως, αλλά και επιθέτων (πρβλ. λιγ άκι, μικρ άκι) …   Dictionary of Greek

  • -υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… …   Dictionary of Greek

  • καμποσάκι — επίρρ. καθόλου («μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι», Βοσκοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κάμποσο + υποκορ. κατάλ. άκι, πρβλ. λίγο > λιγ άκι] …   Dictionary of Greek

  • κωκύω — (Α) (κυρίως για γυναίκες) 1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ αύτῷ χυμένη λίγ ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.) 2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυ κύ ω, με ανομοίωση το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • λιγυρός — ά, ό, θηλ. και ή (Α λιγυρός, ά, όν, θηλ. και λιγυρή και λιγουρά) 1. αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», Σοφ.) 2. μελωδικός, εύηχος (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», Πλάτ. β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις...… …   Dictionary of Greek

  • λιμουριάζω — (M) 1. πεινώ πολύ, πεθαίνω τής πείνας 2. επιθυμώ κάτι πολύ, ορέγομαι κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιωμ. λ. λιμούρα < λιμός + κατάλ. ούρα (πρβλ. λιγ ούρα, χασ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • σμινύη — ή Α δικέλλι, τσάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smei «σμιλεύω» και εμφανίζει επίθημα νυ (πρβλ. λιγ νύ ς) και κατάλ. η / ᾱ (πρβλ. οστρύ η, σιπύ η). Το ι τού τ. σμινύη είναι βραχύ, γεγονός που διευκολύνει την αναγωγή τής λ …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»