-
1 κώνος
-
2 κῶνος
-
3 κῶνος
Grammatical information: m.Meaning: `fruit of the pine-cone, cone also (f.) `pine'; `top' (Democr., Arist., Thphr., Theoc.).Other forms: κώνητες θύρσοι H., κώνης `the stave ending in a pine-cone of Bacchus and the Bacchantes'. Further cf. γονής νάρκισσος τὸ φυτόν H.; κῶνα = πίσσα; κώνα βέμβιξ H.Compounds: Compp., e.g. κωνο-φόρος f. `conifer' (Thphr.), κωνο-κόλουρος `truncated cone' beside κολουρό-κωνος `id.' (Hero; Risch IF 59, 284, Strömberg Wortstudien 8).Derivatives: Diminut. κωνίον, - ιον (Posidon., AP), κωνίς ὑδρίσκη H.; κωνῖτις πίσσα `pine-resin' (Rhian.; Redard Les noms grecs en - της 112), κωνίας ( οἶνος) `resinated wine' (Hp. ap. Gal.; Chantraine Formation 94 f.); κωνάω `resinate, pitch', also `spin' (Ar., H.), with κώνησις `resinating, pitching' (Arist.), - ητικός `suitable for pitching' (pap.); περι-κωνέω `smear with pitch' (Ar.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Since Bopp as inherited identified with Skt. śāṇa- m. (MInd. ṇ for n?) `whet-stone, touchstone'; from a verb `whet, sharpen' in Skt. śí-śā-ti (IE. *ḱi-ḱō-ti) ; further with Lat. cō-s, cä-tus etc. (WP. 1, 454f., Pok. 542, W.-Hofmann s. catus). Schwyzer 458 however, considers "nicht ohne Grund", foreign origin. This is confirmed by the variation adduced by Fur. 121.Page in Frisk: 2,62-63Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῶνος
-
4 κῶνος
κῶνος, ὁ, der Kegel, der bekannte mathematische Körper, Arist. probl. 3, 11 u. öfter, u. Mathem. – Daher auch – a) der kegelförmige Zapfen der Pini; Theocr. 5, 49; Theophr.; auch daraus bereitetes Pech; στροβιλος, Her. vit. Hom. 20; vgl. Ath. II p. 57. – b) die kegelförmige Helmspitze, Leon. Tar. 47 (IX, 322). – c) der kegelförmige Kreisel, Sp.
-
5 κωνος
Iὅ1) (коническое) острие шлема Anth.2) сосновая шишка Theocr.3) мат. конус Arst.IIἥ сосна Plut. -
6 κῶνος
κῶνος, ου,1 masc., the fruit of the πεύκη, pine-cone, = στρόβιλος, Ps.-Hdt.Vit.Hom.20, Thphr.HP3.9.5, Theoc.5.49, Dsc.1.69, etc.; used in Orphic rites, Orph.Fr.31.29.2 edible seed of the πίτυς, Mnesith. ap. Ath.2.57b; πιτύϊνοι κ. Alex.Mynd.ibid., cf. IG22.1013.19, OGI629.163 (Palmyra, ii A.D.).3 fem., pine tree, Pl. Epigr.25 (prob.), Plu.2.640c.II from like ness of shape,1 cone, Democr.155, Arist.Mete. 362b2, etc.; γραμμαὶ κατὰ κῶνον ἐκπίπτουσαι so as to form a cone, ib. 375b22, cf. 345b6; ὀρθογωνίου, ὀξυγωνίου, ἀμβλυγωνίου κώνου τομά, names for parabola, ellipse, and hyperbola, Archim.Con.Sph.Praef.b ὁ κ. τῆς γῆς conical shadow of the earth, Simp.in de An.133.5, cf. Phlp.in de An.348.27;τῆς νυκτὸς ὁ κ. εἰς ὀξὺ λήγει Dam.Pr. 213
.c ὁ τῆς ὄψεως κ. cone of vision, Gal.7.95, cf. Phlp.in de An.333.27 (pl.).3 = στρόβιλος, spinning top, Hsch.4 iron pole round which grain is piled in conical shape, PGrenf.2.17.3 (ii B.C.), Gal.19.76.5 στέφανος χρυσοῦς ἐπὶ κώνου δάφνης dub. sens. in Inscr.Délos 442 B56 (ii B.C.).III as place-name. πρὸς τῷ ἀνδροφόνῳ κώνῳ dub. sens. in IG3.61 A ii 15 (ii A.D.). -
7 κῶνος
-
8 κώνος
ο1) конус; 2) шишка (сосновая и т. п.); 3) кукурузный початок -
9 κώνος
[конос] ουσ. а. конусΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κώνος
-
10 κώνος
[конос] ουσ α конус. -
11 κώνος
cône -
12 κώνος
1) stożek (m) rzecz.2) szyszka (f) rzecz. -
13 κώνος
1) kónus2) kužel3) šiška -
14 κώνος
coneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κώνος
-
15 ἄ-κωνος
-
16 cône
κώνος -
17 kónus
κώνος -
18 kužel
κώνος -
19 šiška
κώνος -
20 cone
κώνος
См. также в других словарях:
κῶνος — pine cone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
κώνος — ο 1. στερεό σώμα που έχει ως βάση κύκλο και η κυρτή του επιφάνεια καταλήγει σε οξεία κορυφή. 2. ό,τι μοιάζει με κώνο. 3. ο καρπός των κωνοφόρων δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυμπτωτικός κώνος — Για έναν ανιχνευτή κοσμικών ακτίνων, ο όρος σημαίνει την περιοχή της ουράνιας σφαίρας απ’ όπου έχουν έλθει τα σωμάτια, στα οποία κυρίως οφείλεται η ροή που καταγράφει ο ανιχνευτής. Η θέση και το σχήμα αυτού του κώνου υποδοχής των σωματίων… … Dictionary of Greek
κῶνε — κῶνος pine cone masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῶνοι — κῶνος pine cone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῶνον — κῶνος pine cone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… … Dictionary of Greek