Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κυριεύω

  • 21 завладевать

    [ζαβλαντιβάτ'] ρ κυριεύω, καταλαμβάνω

    Русско-эллинский словарь > завладевать

  • 22 бой

    боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.
    1. μάχη•

    наступательные бой επιθετικές μάχες•

    бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•

    поле боя το πεδίο της μάχης•

    вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•

    морской бой ναυμαχία•

    решающий бой αποφασιστική μάχη•

    рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•

    уличный бой οδομαχία•

    разгорался η μάχη άναψε•

    вести бой διεξάγω μάχη•

    взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•

    дать бой δίνω μάχη•

    вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•

    принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•

    уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•

    отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•

    сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•

    выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.

    2. αγώνας, πάλτρ•

    классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.

    3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•

    кулачный бой η πυγμαχία.

    4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•

    бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•

    барабанный бой η τυμπανοκρουσία.

    5. σπάσιμο, θραύση•

    бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•

    яйца-бой αυγά σπασμένα.

    εκφρ.
    брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•
    бой-баба βλ. баба.,

    Большой русско-греческий словарь > бой

  • 23 владеть

    ρ.δ. με οργν. πτ.
    1. κατέχω, είμαι κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης•

    владеть домами είμαι κάτοχος σπιτιών•

    они -ют орудиями производства αυτοί κατέχουν τα μέσα παραγωγής.

    || μτφ. έχω•

    владеть талантом έχω ταλέντο.

    2. εξουσιάζω, κρατώ•

    англия -еет еще гибралтаром η Αγγλία κατέχει ακόμα το Γιβραλτάρ.

    || μτφ. κυριεύω, κυριαρχώ•

    вдохновение -еет поэтом έμπνευση κατέχει τον ποιητή•

    страсть -ла ею το πάθος την κυρίευσε.

    || μτφ. κρατώ, υποτάσσω στη θέληση μου•

    умение учителя владеть классом η ικανότητα του δάσκαλου να κρατεί στα χέρια του την τάξη.

    3. χειρίζομαι•

    плотник хорошо -ет топором ο ξυλουργός καλά χειρίζεται το τσεκούρι•

    владеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα.

    4. ορίζω•

    больной не -еет правой рукой ο άρρωστος δεν ορίζει το δεξί χέρι.

    || αμ. είμαι ικανός να πράξω κάτι•

    у него рука не -еет δεν του πιάνουν τα χέρια.

    εκφρ.
    владеть пером – έχω γερή πένα (γράφω πειστικά, εκφραστικά)•
    владеть собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > владеть

  • 24 долить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. долил κ. долил, долила, долило κ. долило, προστκ. долей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долитый, βρ: долит κ. долит, долита, долито κ. долито
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω, ρίχνω συμπληρωματικά, ακόμα•

    чайник ρίχνω ακόμα νερό στο τσαερό.

    2. απογεμίζω• χύνω ως•

    долить в стакан молока απογεμίζω το ποτήρι με γάλα•

    долить воды до половины бутылки ρίχνω νερό ως τη μέση του μποκαλιού.

    χύνομαι ως, τρέχω, ρέω• χύνομαι ολοκληρωτικά.
    -ит, ρ.δ.μ.
    (παλ. κ. απλ.) βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω• πιάνω, κυριεύω•

    кашель его -ит τον πιάνει ο βήχας.

    Большой русско-греческий словарь > долить

  • 25 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 26 завоевать

    -воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завоеванный, вр: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταχτώ, κυριεύω•

    завоевать страну παταχτώ χωρά•

    обратно επανακτώ, ξανακυριεύω.

    2. αποκτώ, κερδίζω, παίρνω•

    завоевать победу κατακτώ τη λευτεριά•

    завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη•

    завоевать победу κερδίζω τη νίκη.

    || ελκύω, σαγηνεύω, αιχμαλωτίζω•

    он -ал ее с первого взгляда αυτός την κατάχτησε με την πρώτη ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > завоевать

  • 27 захлестнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захлестнутый
    -нут, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ρίχνω θηλιά, πιάνω, συλλαμβάνω, τυλίγω, σφίγγω. || δένω το άκρο.
    2. παρασέρνω, χτυπώ, πλημμυρίζω. || μτφ. καταλαβαίνω, κυριεύω (για αισθήματα).
    εκφρ.
    -ло (память, в память)απλ. ξέχασα εντελώς.
    σφίγγομαι με τη θηλιά, πιάνομαι γερά.

    Большой русско-греческий словарь > захлестнуть

  • 28 измор

    α.
    στην έκφραση: брать (взять) -ом ή брать (взять) на измор α) κυριεύω, παίρνω, καταλαμβάνω με αποκλεισμό (με την πείνα), β) πετυχαίνω, κατορθώνω επιμένοντας, κολλώ, γίνομαι τσιμπούρι (ενοχλητικός).

    Большой русско-греческий словарь > измор

  • 29 обнять

    обниму, обнимешь κ. обойму, обоймёшь κ. (παλ. κ. απλ.) обниму, обнимешь, παρλθ. χρ. обнял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αγκαλιάζω•

    обнять друга αγκαλιάζω το φίλο•

    он обнял е и поцеловал αυτός την αγκάλιασε και τη φίλησε•

    крепко обнять σφιχταγκαλιάζω.

    || περιφέρω, ρίχνω παντού (βλέμμα, ματιά κ.τ.τ.).
    2. μτφ. περικλείνω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω (για φλόγες, σκοτάδι κ.τ.τ.). || κατέχω, κυριεύω, καταλαβαίνω (για αισθήματα)•

    страх обнял всех щшсуствующих φόβος κυρίευσε όλους τους παρευρισκόμενους.

    3. μτφ. περιλαβαίνω, εναγκαλιάζω.
    εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обнять

  • 30 обступить

    -упит, -упим, -упите, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обступленный, βρ: -лен, -а, -о; περιβάλλω, περικυκλώνω, περιζώνω, μαζεύομαι γύρω•

    дети -ли учительницу τα παιδιά περικύκλωσαν τη δασκάλα.

    || κυριεύω, καταλαβαίνω, παίρνω, κατέχω.

    Большой русско-греческий словарь > обступить

  • 31 обуревать

    -йет
    ρ.δ.μ. κυριεύω, κατέχω, καταλαμβάνω•

    страсти -ют душу τα πάθη κυριεύουν την ψυχή•

    волнение его -ет ταραχή τον πιάνει,.

    Большой русско-греческий словарь > обуревать

  • 32 обуять

    -яет
    ρ.σ.μ.
    (αισθήματα, κατάσταση)• κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω κατέχω•

    страх -ял жителей φόβος κυρίεψε τους κατοίκους.

    Большой русско-греческий словарь > обуять

  • 33 оковать

    окую, окушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. καπλαντίζω, καλύπτω με μετάλλινο καπλαμά.
    2. βλ. заковать (2 σημ.).
    3. μτφ. καρφώνω, καθηλώνω, κυριεύω, κρατώ ακίνητο.
    4. μτφ. παγώνω, σκληρύνω.

    Большой русско-греческий словарь > оковать

  • 34 охватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αγκαλιάζω, κλείνω στην αγκαλιά•

    охватить руками ствол дерева αγκαλιάζω τον κορμό του δέντρου•

    мать -ла руками е дочь и долго плакала η μάνα αγκάλιασε την κόρη της και πολλή ώρα έκλαιγε.

    2. περιζώνω, περιβάλλω, πε-ρικλώνω. || υπερφαλαγγίζω.
    3. τυλίγω•

    плнмя -ло дом η φλόγα τύλιξε το σπίτι.

    || (για αισθήματα, σκέψεις) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω.
    4. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    зариза -ла весь город η μόλυνση αγκάλιασε όλη την πόλη•

    забастовка -ла всю страну η απεργία αγκάλιασε όλη τη χώρα.

    5. τραβώ, προσελκύω.
    εκφρ.
    охватить взглядом (взором) – φέρνω το βλέμμα γύρω, περιβλέπω.

    Большой русско-греческий словарь > охватить

  • 35 перехватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, σταματώ, κρατώ• παίρνω•

    я -ил его по дороге τον έπιασα στο δρόμο (ενώ βάδιζε)•

    перехватить мяч παίρνω (από άλλον) την ποδόσφαιρα•

    перехватить письмо πιάνω γράμμα (επιστολή).

    || πέφτω επάνω, συναντώ. || καταλαβαίνω, κυριεύω•

    перехватить дорогу καταλαβαίνω την οδό.

    2. αρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω. || περιζώνω, περιδένω. || μτφ. διακόπτω, κόβω εμποδίζω.
    3. σταματώ, κόβω•

    у него -ло дыхание αυτού του πιάστηκε η αναπνοή.

    4. (απλ.) σφάζω.
    5. τσιμπώ, τρώγω πρόχειρα.
    6. δανείζομαι για λίγες μέρες.
    7. ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, το παρακάνω, ξεφεύγω, εκτρέπομαι.
    εκφρ.
    перехватить через край – το παρακάνω, (πράττω κάτι άτοπο).
    πιάνομαι, κρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > перехватить

  • 36 поработить

    -бощу, -ботишь, παθ.
    μτχ. παρλθ. χρ. порабощенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    υποδουλώνω, σκλαβώνω, υποτάσσω• κατακτώ, κυριεύω• εξανδραποδίζω.

    Большой русско-греческий словарь > поработить

  • 37 прихлынуть

    -нет
    ρ.σ. ρέω ή χτυπώ ορμητικά•

    волны -ли на берег τα κύματα χτύπησαν ορμητικά στην ακτή•

    кровь -ла к голово το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι.

    || ξεχύνομαι, ορμώ•

    толпа -ла к дому το πλήθος όρμησε κατά το σπίτι.

    || μτφ. κυριεύω, καταλαβαίνω πληρώ, γεμίζω.

    Большой русско-греческий словарь > прихлынуть

  • 38 прохватить

    ρ.σ.μ.
    1. περονιάζω, διαπερνώ (για ψύχος). || με φυσά ρεύμα• κρυολογώ, αρπάζω κρυολόγημα. || κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω•

    меня -ла дрожь με έπιασε τρεμούλα.

    2. τραυματίζω, πληγώνω βαθιά.
    3. μτφ. (απλ.)• κριτικάρω αυστηρά, τσούζω.

    Большой русско-греческий словарь > прохватить

  • 39 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 40 седлать

    ρ.δ.μ.
    1. σελώνω• σαμαρώνω•

    седлать коня σελώνω το άλογο•

    седлать осла σαμαρώνω το γάιδαρο.

    2. μτφ. (στρατ.) κυριεύω, καβαλικεύω ύψωμα.
    σελώνομαι, σαμαρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > седлать

См. также в других словарях:

  • κυριεύω — κυριεύω, κυρίευσα και κυρίεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυριεύω — κῡριεύω , κυριεύω to be lord pres subj act 1st sg κῡριεύω , κυριεύω to be lord pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… …   Dictionary of Greek

  • κυριεύω — κυρίευσα και κυρίεψα, κυριεύτηκα, κυριευμένος 1. κατακτώ, πατώ, έχω στην κατοχή μου, υποτάσσω: Κυρίεψαν την πόλη ύστερα από πολιορκία ενός έτους. 2. για πάθος, καταλαμβάνω κάποιον και δεν τον αφήνω: Τον κυρίεψε το πιοτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυριεύετε — κῡριεύετε , κυριεύω to be lord pres imperat act 2nd pl κῡριεύετε , κυριεύω to be lord pres ind act 2nd pl κῡριεύετε , κυριεύω to be lord imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσει — κῡριεύσει , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg (epic) κῡριεύσει , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κῡριεύσει , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσηι — κυριεύσῃ , κυρίζω fut part act fem dat sg (epic ionic) κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj mid 2nd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κυριεύσῃ , κυριόω pres part act fem dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσουσι — κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd pl (epic) κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κῡριεύσουσι , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσουσιν — κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd pl (epic) κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κῡριεύσουσιν , κυριεύω to be lord fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσω — κῡριεύσω , κυριεύω to be lord aor subj act 1st sg κῡριεύσω , κυριεύω to be lord fut ind act 1st sg κῡριεύσω , κυριεύω to be lord aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσῃ — κυρίζω fut part act fem dat sg (epic ionic) κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj mid 2nd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κυριόω pres part act fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»